-
1 τριχόρδους
τρίχορδοςof: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
τριχόρδους — τρίχορδος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τριχόρδους
τριχόρδους — τρίχορδος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)