-
1 Τριτογενεια
-
2 τριτογενης
-
3 Τριτω
-
4 αγεστρατος
-
5 Αθηνα
ион. Ἀθήνη, дор. Ἀθάνα и Ἀθαναία, лак. Ἀσάνα, арх. Ἀθηναία, ион. Ἀθηναίη (ᾰθᾱ) ἥ (тж. Παλλάς - άδος) Афина (любимая дочь Зевса, вечнодевственная богиня наук, искусств и ремесел, победоносной войны и мирного процветания, покровительница Аттики и Афин); ее эпитеты у Hom.γλαυκῶπις «светлоокая» или «совоокая», ἀγελείη и ληῖτις «дарующая добычу», ἐρυσίπτολις «градохранительница», λαοσσόος «возбуждающая народы», πολύβουλος «богатая (мудрыми) советами», ἀτρυτώνη «неукротимая», φθισίμβροτος «губящая смертных (на войне)», Τριτογένεια «рожденная на берегах Тритона»
-
6 επιηρανος
21) приятный, желанныйἐ. θυμῷ Hom. — нравящийся, по душе
2) покровительствующийἐ. ἀκόντων Anth. — хранящий от копий
3) направляющий, ведущий(καλῶν ἔργων Emped.; Ἀθηναίων ἐ. Τριτογένεια Anth.)
См. также в других словарях:
τριτογένεια — Επίθετο που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη θεά Αθηνά, γιατί τη θεωρούσαν κόρη της Τριτωνίδας λίμνης. Κατά την παράδοση, η Αθηνά ήταν προστάτιδα των νερών, και γι’ αυτό τον λόγο βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση … Dictionary of Greek
Τριτογένεια — Τρῑτογένεια , Τριτογένεια Trito born fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριτογενῆ — Τρῑτογενῆ , Τριτογένεια Trito born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Τρῑτογενῆ , Τριτογένεια Trito born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Τρῑτογενῆ , Τριτογένεια Trito born masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτώ — (I) άω, Α [τρίτος] (για τη νέα σελήνη) είμαι τριών ημερών. (II) ἡ, Α 1. το κεφάλι 2. ως κύρ. όν. Τριτώ η Τριτογένεια, η Αθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το κύριο όν. Τριτώ ως προσωνυμία τής Αθηνάς είναι υποκορ. σχηματισμός με απόσπαση τού α συνθετικού τής λ.… … Dictionary of Greek
Τριτογενεῖ — Τρῑτογενεῖ , Τριτογένεια Trito born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) Τρῑτογενεῖ , Τριτογένεια Trito born masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριτογενείας — Τρῑτογενείᾱς , Τριτογένεια Trito born fem acc pl Τρῑτογενείᾱς , Τριτογένεια Trito born fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριτογενές — Τρῑτογενές , Τριτογένεια Trito born masc/fem voc sg Τρῑτογενές , Τριτογένεια Trito born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριτογένει' — Τρῑτογένεια , Τριτογένεια Trito born fem nom/voc sg Τρῑτογένειαι , Τριτογένεια Trito born fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Паллада Aфина — (Παλλάς Άθηνά, Άθηναία, Άθηναίη, Άθηνάα, Άθανάα, Άθηνη, Άθάνα, Άσάνα) древнегреческая богиня, принадлежала к числу верховных божеств и почиталась на всем протяжении древнеэллинского миpa. В Аркадии (Άθηνά Άλέα), в Беотии (Ίτωνία Παλλάς), в Аттике … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Паллада Афина — (Παλλάς Άθηνά, Άθηναία, Άθηναίη, Άθηνάα, Άθανάα, Άθηνη, Άθάνα, Άσάνα) древнегреческая богиня, принадлежала к числу верховных божеств и почиталась на всем протяжении древнеэллинского мира. В Аркадии (Άθηνά Άλέα), в Беотии (Ίτωνία Παλλάς), в Аттике … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Culture de Dimini — Préhellénique A Le préhellénique A est un concept linguistique postulé suite à l’analyse de la toponymie grecque. Les noms de lieu grecs à terminaison en nthos, mn , r , m , n et ss forment en effet un ensemble dont l’étymologie ne peut s… … Wikipédia en Français