-
1 τρισσο-κέφαλος
τρισσο-κέφαλος, = Vorigem, Orph. Argon. 979, wo α lang ist, als v. l. zum Vor. Vgl. τρικέφαλος.
-
2 τρισσοκάρηνος,
τρισσο-κάρηνος, u. τρισσο-κέφαλος, dreiköpfig -
3 τρισσοκέφαλος
τρισσο-κάρηνος, u. τρισσο-κέφαλος, dreiköpfig
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий