-
81 ανερματιστος
21) ненагруженный, порожний(πλοῖα Plat.)
2) ненакрытый, пустой(τράπεζα Plut.)
3) перен. неустойчивый, шаткий(ἄνθρωπος ἀκυβέρνητος καὴ ἀ. Plut.)
-
82 ανομος
21) беззаконный, противозаконный(μοναρχία Plat.; ἔργον Plut.)
2) нечестивый, преступный(θυσία Aesch.; τράπεζα, sc. τοῦ Ἀστυάγους Her.; βία Eur.; πολῖται Xen.)
3) ( о песне) не настоящийνόμος ἄ. Aesch. — песнь скорби
-
83 αφθονος
21) свободный от зависти, независтливый(ἀστοί Pind.; τύραννος Her.; ἄ. τε καὴ πρᾶος Plut.)
2) щедрый(δαίμων HH.; χείρ Pind., Eur.; λειμῶνες Plat.)
3) обильный, богатый(πάντα HH.; καρπός Hes.; βορά Pind.; χώρη Her.; τράπεζα Plut.)
ἐν ἀφθόνοις Xen., Dem., Plut. — в изобилии, в богатстве4) не возбуждающий зависти или недоброжелательства(ὄλβος Aesch.)
-
84 γαμηλιος
2 и 3свадебный, брачный(κοίτη Aesch.; εὐνή Eur.; τράπεζα Plut.)
γαμήλια λέκτρα γενέσθαι τινί Plut. — выйти замуж за кого-л.;γαμηλία Ἥρα Plut. (лат. Juno pronuba) — Гера, покровительствующая бракам;τὸ γαμήλιον διάγραμμα Plut. — брачный чертеж, т.е. прямоугольный треугольник, стороны которого находятся в соотношении 3:4:5 -
85 δελφινις
(τράπεζα Luc.)
-
86 ελεφαντοπους
-
87 ευλαιγξ
-
88 θησσα
-
89 θυηδοχος
-
90 θυωρος
ἥ [θύω I] (sc. τράπεζα) стол для жертвоприношения; у богов стол(οἱ θεοὴ τέν τράπεζαν θυωρὸν καλοῦσιν Pherecydes ap. Diog.L.)
-
91 κρεοπωλικος
-
92 κυανοπεζα
-
93 λιμωδης
21) голодныйλ. ὕπνος Plut. — сон на голодный желудок;
λιμῶδές τι ἀναφθέγγεσθαι Plut. — стонать от голода2) бедный, скудный(τράπεζα Plut.)
-
94 νυμφιος
-
95 ξενικος
1) касающийся иностранцевξενικὰ ἁμαρτήματα Plat. — преступления против иноземцев;
ξενικὸν ἀστικόν θ΄ ἅμα μίασμα Aesch. — преступление как против законов о чужеземцах, так и против законов внутренних2) воен. набираемый из иностранцев, наемный(νῆες Thuc.; ξ. στρατός Her.)
3) покровительствующий чужеземцам, охраняющий законы гостеприимства(θεός Plat.)
4) гостеприимный, радушный(τράπεζα Aeschin.)
5) чужеземный, иностранный, чужой(νομαῖα ἱρά Her.; λόγοι Arph.; ἱκτῆρες Eur.; ὀνόματα Plat.; μύρα καὴ πέμματα Plut.)
6) международный, т.е. общедоступный(ὁδός Plut.)
-
96 ξενιος
-
97 ξεστος
31) выстроганный, выглаженный, выскобленный, гладкий(τράπεζα, ἐλάτη, δίφρος Hom.)
2) (обтесанный, полированный(λίθοι Hom., Her.; μνῆμα Plut.); 3) построенный из тесаного камня (αἴθουσαι Hom.; ἀγυιαί, τύμβος Eur.)
-
98 πλουσιος
31) богатыйπτωχὸς ἀντὴ πλουσίου Soph. — (он станет) нищим из богатого;
Μίδου πλουσιώτερος Plat. — богаче (самого) Мидаса2) перен. богатый, обильный, пышный(τράπεζα Soph.; κτερίσματα Eur.)
-
99 πολυδαπανος
21) сопряженный с большими расходами, дорогостоящий(ἱρά Her.; τράπεζα Xen.)
2) много тратящий, расточительный(ἐξ εὐδιαίτου π. γεγενημένος Xen.)
-
100 σωφρων
эп. σαόφρων 2, gen. ονος1) обладающий здравым смыслом, благоразумный, рассудительный Hom., Her., Thuc.2) почтительный, благочестивый(περὴ θεούς Xen.)
3) сдержанный, воздержный, скромный(τράπεζα Eur.; βίος Plat.)
σ. ὅ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Plat. — скромен тот, кто умеряет (свои) страсти4) чистый, непорочный(εὐχαί Aesch.; ὑμέναιοι Eur.). - см. тж. σῶφρον
См. также в других словарях:
τραπέζα — τραπέζᾱ , τράπεζα table fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπέζᾳ — τραπέζᾱͅ , τράπεζα table fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — table fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τράπεζα — η 1. έπιπλο με τέσσερα πόδια, τραπέζι. 2. επιχείρηση που εμπορεύεται το χρήμα δανείζοντας και παίρνοντας δάνεια για κέρδος: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. 3. οριζόντιο στρώμα πετρωμάτων σε μεγάλη έκταση. 4. ως κύρ. όν., Τράπεζα αστερισμός στο νότιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεντρική Τράπεζα — Τράπεζα στην οποία έχει ανατεθεί με μονοπωλιακή μορφή από το κράτος η έκδοση χαρτονομίσματος. Ονομάζεται και Εκδοτική. Για την Κ.Τ. της Ευρωπαïκής Ένωσης, βλ. λ. Ευρωπαïκή Κεντρική Τράπεζα … Dictionary of Greek
Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… … Dictionary of Greek
Στρογγυλή Τράπεζα — Η τράπεζα του βασιλιά Αρθούρου, που είχε κυκλικό σχήμα, για να μην έχει κανένας από τους ιππότες που καθόταν σ’ αυτήν την πρωτοκαθεδρία. Ο μύθος για την τράπεζα αυτή είναι ουαλλικής, βρετανικής ή ιρλανδικής προέλευσης και αποτελεί κατάλοιπο της… … Dictionary of Greek
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — (ΕΚΤ). Χρηματοοικονομικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Η ΕΚΤ χαράσσει και θέτει σε εφαρμογή την νομισματική πολιτική για τις χώρες της ΕΕ, οι οποίες συμμετέχουν στη ζώνη του ευρώ και εκδίδει τα χαρτονομίσματά του. Η ΕΚΤ και οι κεντρικές… … Dictionary of Greek
Παρατίθου τράπεζα. — παρατίθου τράπεζα. См. Скатерть самобранка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)