Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τραπέζης

  • 1 тиски

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тиски

  • 2 безналичный

    безналичный
    прил:
    \безналичный расчет ἡ πληρωμή μέσω τραπέζης.

    Русско-новогреческий словарь > безналичный

  • 3 перечисление

    перечисление
    с
    1. ἡ ἀπαρίθμηση [-ις]·
    2. фин. τό ἐμβασμα (μέσω τραπέζης ἡ ταμιευτηρίου).

    Русско-новогреческий словарь > перечисление

  • 4 перечислить

    перечислить
    сов, перечислять несов
    1. μετρώ, ἀπαριθμώ·
    2. фин. ἐμβάζω (μέσω τραπέζης ἡ ταμιευτηρίου).

    Русско-новогреческий словарь > перечислить

  • 5 правление

    правлени||е
    с
    1. ἡ (δια)κυβέρνηση [-ις]. ἡ διοίκηση [-ις]:
    образ \правлениея τό πολίτευμα·
    2. (учреждение) ἡ διεύθυνση [-ις], ἡ διοί-κηση [-ις], τό διοικητικό συμβούλιο:
    член \правлениея банка (кооператива и т. п.) τό μέλος διοικητικού συμβουλίου τραπέζης (συνεταιρισμού κ.λ.π.)· ◊ бразды \правлениея τά ἡνία τοῦ κράτους.

    Русско-новогреческий словарь > правление

  • 6 расчет

    расчет
    м \. ὁ ὑπολογισμός, ὁ λογαριασμός:
    приблизительный \расчет ὁ ὑπολογισμός κατά προσέγγισιν предварительный \расчет ὁ προϋπολογισμός·
    2. (уплата) ἡ πληρωμή, ὁ κανονισμός λογαριασμοῦ, ἡ ἔξόφληση [-ις]:
    производить \расчет κάνω ἐξόφληση· за наличный \расчет τοίς μετρητοίς· по безналичному \расчету ἡ πληρωμή μέσω τραπέζης· мы в \расчете είμαστε πάτσν
    3. (увольнение) ἡ ἀπόλυση [-ις], ἡ παύση:
    давать кому́-л. \расчет ἀπολύω κάποιον ἀπ' τήν ὑπηρεσία· получить \расчет ἀπολύομαι ἀπό τήν δουλειά·
    4. (намерение, предположение) ἡ πρόθεση, ὁ σκοπός:
    по моим \расчетам κατά τους ὑπολογισμούς μου· это не входит в мой \расчеты δέν ἔχω τέτοια πρόθεση· обмануться в \расчетах πέφτω ἔξω στους ὑπολογισμούς μου·
    5. (выгода) τό ὀφελος, τό συμφέροΜ:
    мне нет никакого \расчета ехать δέν ἔχω κανένα συμφέρο νά πάω· из \расчета ἀπό ὑπολογισμό·
    6. воен. τό στοι-χείο[ν], τό προσωπικό τοῦ πυροβόλου· ◊ принимать в \расчет παίρνω ὑπ· δψη· в \расчете на... ὑπολογίζοντας, ἔχοντας ὑπ· ὅψη.

    Русско-новогреческий словарь > расчет

  • 7 Business

    subs.
    Affair, work: P. and V. πρᾶγμα, τό, ἔργον, τό, πρᾶξις, ἡ, Ar. and V. πρᾶγος, τό, V. ἔργμα, τό.
    Occupation: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ασχολία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό, Ar. and P. διατριβή, ἡ.
    Handicraft: Ar. and P. χειρουργία, ἡ, V. χειρωναξία, ἡ, P. and V. τέχνη, ἡ.
    Object of attention: P. and V. σπουδή, ἡ.
    Duty, work: P. and V. ἔργον, τό.
    Do business, v.: Ar. and P. χρηματίζειν.
    Business dealings: P. συμβόλαια, τά.
    Do business with, v.: P. συμβάλλειν (dat., or πρός, acc.); see have dealings with, under Dealings.
    The business of banking: P. ἡ ἐργασία τῆς τραπέζης (Dem. 946).
    There having been many business transactions between us: P. πολλῶν συμβολαίων ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους γεγενημένων (Lys. 102).
    Man of business: P. χρηματιστής, ὁ.
    Agent, steward: P. and V. ταμίας, ὁ.
    Be a bad man of business: P. μὴ χρηστὸς εἶναι περὶ τὰ συμβόλαια (Isoc. 292A).
    Mind one's own business: P. and V. τὰ αὑτοῦ πράσσειν.
    None saw them save those whose business it was to know: P. ᾔσθετο οὐδεὶς εἰ μὴ... οἷς ἐπιμελὲς ἦν εἰδέναι (Thuc. 4, 67).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Business

См. также в других словарях:

  • τραπέζης — τράπεζα table fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Museo del Papel Moneda — del Banco Jónico Vista de la p …   Wikipedia Español

  • Panagiotis Moullas — (griechisch Παναγιώτης Μουλλάς, auch in der Transkription Panagiōtēs Mullas; * 1935 in Kilkis; † 11. September 2010) war ein griechischer Literaturwissenschaftler und Neogräzist sowie Professor für Byzantinistik und Neogräzistik an der… …   Deutsch Wikipedia

  • The Dead Brother's Song — ( el. Το Τραγούδι Του Νεκρού Αδερφού, or most commonly Του Νεκρού Αδερφού) is a Greek poem, considered to be the oldest surviving dimotikó song of the Greek music.The song was composed in Asia Minor in the 9th century [Samuel Baud Bovy, La… …   Wikipedia

  • Adamántios Koraïs — Αδαμάντιος Κοραής Adamántios Koraïs Nom de naissance Ἀδαμάντιος Κοραῆς Autres noms Adamance Coray …   Wikipédia en Français

  • Эйнар, Жан-Габриель — Жан Габриель Эйнар в молодом возрасте Жан Габриель Эйнар (фр. Jean Gabriel Eynard) (Лион 28 декабря 1775  Женева 5 февраля 1863) …   Википедия

  • Пападимос, Димитрис — Димитрис Пападимос Δημήτρης Παπαδήμος …   Википедия

  • MENSA Domini — apud Apostolum l. Cor. c. 10. v. 21. οὐ δύναςθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καὶ τραπέζης δαιμονίων, Non potestis Domini Mensae participes esse et mensae Daemoniorum: Est ipsa Eucharistia, quam exemplo Pauli Patres ita saepe nominant, Optatus l. 5.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Simeon of Moscow — Simeon Ivanovich Gordyi (the Proud) (Семён Иванович Гордый in Russian;) (7 November 1316 27 April 1353), Prince of Moscow and Grand Prince of Vladimir, oldest son of Ivan Kalita. He was designated epi trapezes offikios ( gr. ό επί τραπέζης… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»