-
1 τραγικός
τραγικόςof: masc nom sg -
2 τραγικός
A of or like a goat, goatish, in this sense first in later authors, as Plu.Pyrrh.11, Luc.DDeor.22.1; in a double sense,τὸ ψευδὲς τραχὺ καὶ τ.
goatlike and tragic,Pl.
Cra. 408c.II commonly, of or for tragedy, tragic,χοροί Hdt.5.67
; σκευή, σκηνή, etc., Pl.R. 577b, X.Cyr.6.1.54, etc.;τ. ποιηταί Aeschin.3.231
, cf. SIG692.32 (Delph., ii B. C.); τ. αὐλητής, συναγωνισταί, OGI51.62, 56 (Ptolemais, iii B. C.); τ. ἀνήρ, = τραγῳδός 111, Pl.Phd. 115a; soοἱ τ. Arist.Rh. 1415a18
(but ὁ τ. specially of Euripides, Ph.2.53, 469; he is called- ώτατος τῶν ποιητῶν Arist.Po. 1453a29
); σπουδὴ τ. the seriousness of tragedy, Pl.Lg. 838c; τ. λῆρος tragic trumpery, Ar.Ra. 1005; ἡ τ. ποίησις serious poetry (cf.τραγῳδία 11
), Pl.R. 602b;ἡ τ. Arist.Rh. 1403b22
;τὰ τ. Pl.R. 595c
, Phdr. 269a.2 generally, tragic, stately, majestic, ;τ. γάρ ἐστιν ἡ ἀπόκρισις Pl.Men. 76e
;διὰ τὸ σεμνὸν καὶ τ.
pathos,Arist.
Rh. 1406b8, cf. Po. 1456a21, Pr. 918a10.3 in bad sense, pompous,εἴσοδος Plb.5.26.9
, cf. Plu.2.330a, Luc.Im.21; ranting, D.18.313: prov., τ. πίθηκος, ἐπὶ τῶν παρ' ἀξίαν σεμνυνομένων, Hsch.III Adv. - κῶς in tragic or stately style,τ. λέγειν Pl.R. 413b
, 545e;ἵνα σοι καὶ -ώτερον λαλῶ Men.531.8
;- ώτερον ποιεῖν Luc.Pisc.39
, cf. Hist.Conscr.16; - ώτερον οἰκεῖν to be housed in stately fashion, Plu.Publ.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγικός
-
3 τραγικός
tragicΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τραγικός
-
4 τραγικά
τραγικόςof: neut nom /voc /acc plτραγικά̱, τραγικόςof: fem nom /voc /acc dualτραγικά̱, τραγικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 τραγικώτερον
τραγικόςof: adverbial compτραγικόςof: masc acc comp sgτραγικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
6 τραγικόν
τραγικόςof: masc acc sgτραγικόςof: neut nom /voc /acc sg -
7 τραγικώτατα
τραγικόςof: adverbial superlτραγικόςof: neut nom /voc /acc superl pl -
8 τραγικαί
τραγικόςof: fem nom /voc pl -
9 τραγικοί
τραγικόςof: masc nom /voc pl -
10 τραγικούς
τραγικόςof: masc acc pl -
11 τραγικωτάτοις
τραγικόςof: masc /neut dat superl pl -
12 τραγική
τραγικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 τραγικήν
τραγικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 τραγικώταται
τραγικόςof: fem nom /voc superl pl -
15 τραγικώτατος
τραγικόςof: masc nom superl sg -
16 τραγικώτερα
τραγικόςof: neut nom /voc /acc comp pl -
17 τραγικώτεροι
τραγικόςof: masc nom /voc comp pl -
18 τραγικώτερος
τραγικόςof: masc nom comp sg -
19 τραγικωτέρα
τραγικωτέρᾱ, τραγικόςof: fem nom /voc /acc comp dualτραγικωτέρᾱ, τραγικόςof: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
20 τραγικών
См. также в других словарях:
τραγικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
τραγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με την τραγωδία, δραματικός: Τραγική ποίηση. 2. αυτός που προκαλεί τη λύπη, συνταραχτικός, αξιοδάκρυτος: Τραγικά γεγονότα. 3. το αρσ. ως ουσ., τραγικός ο ποιητής τραγωδιών, ο τραγικός ποιητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγικά — τραγικός of neut nom/voc/acc pl τραγικά̱ , τραγικός of fem nom/voc/acc dual τραγικά̱ , τραγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγικώτερον — τραγικός of adverbial comp τραγικός of masc acc comp sg τραγικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγικῶν — τραγικός of fem gen pl τραγικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγικόν — τραγικός of masc acc sg τραγικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγικώτατα — τραγικός of adverbial superl τραγικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόφρων — Τραγικός ποιητής από τη Σικυώνα, που έζησε στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Είχε γράψει πάνω από 100 τραγωδίες, αλλά δε σώθηκαν παρά τρία αποσπάσματα της Μήδειας, που φαίνεται πως είναι και η σπουδαιότερη. Ο Ν. είναι ο εισηγητής στο θέατρο των… … Dictionary of Greek
πολυφράδμων — Τραγικός ποιητής, γιος του ποιητή Φρύνιχου, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Είχε πάρει μέρος σε διαγωνισμό μαζί με τον Αισχύλο και ήρθε τρίτος με το έργο του Λυκουργεία. * * * ον, Α πολυφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φράδμων «συνετός, φρόνιμος» (<… … Dictionary of Greek
Σωσίθεος — Τραγικός ποιητής που έζησε τον 3o π.Χ. αι. στην Αθήνα και την Αίγυπτο, ένας από τους ποιητές της Αλεξανδρινής πλειάδας. Διασώθηκε απόσπασμα του σατιρικού του δράματος Δάφνις ή Λοτιέρσας. Σώθηκαν επίσης στίχοι του από το σατιρικό έργο του Εξ… … Dictionary of Greek