Перевод: со всех языков
τραβάει/xx
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… … Dictionary of Greek
τραβώ — τράβηξα, τραβήχτηκα, τραβηγμένος 1. έλκω, σέρνω, έλκοντας μετακινώ: Τραβώ την καρέκλα. 2. σέρνω κάποιον χωρίς τη θέλησή του, ταλαιπωρώ: Μετραβάνε τώρα στα δικαστήρια. 3. σέρνω από τη θήκη, χτυπώ, πυροβολώ: Τραβώ το σπαθί. – Του τράβηξε ένα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελκυστικός — ή, ό (AM ἑλκυστικός, ή, όν) αυτός που ασκεί έλξη, που σέ τραβάει, που προσελκύει με τα θέλγητρα και τα χαρίσματα του αρχ. (για φάρμακο) ο ικανός να τραβάει και να απομακρύνει από τον οργανισμό … Dictionary of Greek
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
αυτερέτης — αὐτερέτης, ο (Α) [ερέτης] 1. κωπηλάτης και στρατιώτης ταυτόχρονα 2. αυτός που τραβάει μόνος του κουπί στη βάρκα του … Dictionary of Greek
αφέλκυση — η (Μ ἀφέλκυσις) το να τραβάει κανείς απότομα κάτι νεοελλ. «αφέλκυση ξίφους» η απόσπαση του ξίφους από το ξίφος του αντιπάλου με το οποίο βρίσκεται σε ζεύγη … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
δικτυαγωγός — δικτυαγωγός, ο (Α) αυτός που τραβάει τα δίχτυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + αγωγός] … Dictionary of Greek
δικτυουλκός — δικτυουλκός, όν (Α) 1. αυτός που τραβάει τα δίχτυα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δικτυουλκοί τίτλος δράματος τού Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + ουλκός < ολκή ή ολκός (πρβλ. ιχθυουλκός)] … Dictionary of Greek
ερυτήρ — ἐρυτήρ, ῆρος ὁ (Α) [ερύω] αντικείμενο που τραβάει κάτι προς τα πάνω ή προς τα έξω («ἐρυτῆρα φάρυγγος» λεπτό τεμάχιο παπύρου που τοποθετείται στον φάρυγγα για πρόκληση εμετού, Νίκ.) … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek