-
1 τριμηνος
-
2 τρίμηνος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τρίμηνος
-
3 τρίμηνος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τρίμηνος
-
4 τρίμηνος
η, ο [ος, ον ] трёхмесячный;τρίμηνη ηδεία — трёхмесячный отпуск
-
5 τρίμηνος
трехмесячный; как сущ. три месяца.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τρίμηνος
-
6 τρίμηνος
[триминос] επ трехмесячный. -
7 τριμηνιαιος
-
8 χρονος
ὅ1) времяὁ μυρίος или μακρὸς κἀναρίθμητος χ. Soph. — бесконечное время;
τοῦ χρόνου τὸν πλεῖστον Thuc. — большую часть времени;τὸν δι΄ αἰῶνος χρόνον Aesch. — вековечно;ὅ πρὴν (πάρος, πρόσθεν или ἄλλος) χ. Soph. — прежнее время, прошлое;ὅ λοιπὸς χ. Soph., Xen. — последующее время, будущее;χρόνου περιϊόντος или ἐπιγιγνομένου Her. и ἐν χρόνῳ Aesch. — с течением времени, спустя некоторое время;ἀνὰ и ἐς χρόνον Her. — впоследствии;διὰ χρόνου Thuc. — по истечении некоторого времени, Arph. в течение некоторого времени, немного, Soph. от времени до времени;διὰ πολλοῦ χρόνου Her. и διὰ μακρῶν χρόνων Plat. — через большие промежутки времени, но διὰ πολλοῦ χρόνου Arph. и ἐν πολλῷ χρόνῳ Plat. в течение долгого времени;ὅ χ. διὰ χρόνου προὔβαινέ μοι Soph. — день уходил у меня за днем, т.е. время шло;(ἐπὴ) χρόνον Hom., Her., Thuc. — в течение известного времени;ἐντὸς χρόνου Her. — по истечении некоторого времени, т.е. в близком будущем;τοῦ λοιποῦ χρόνου Soph., Arph. — впредь, отныне;τοῦ χρόνου πρόσθεν Soph. и πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Aeschin. — преждевременно;ἀφ οὗ χρόνου Xen. — с тех пор как;ποίου χρόνου ; Aesch. — с какого времени?;πόσου χρόνου ; Arph. — как долго?2) время, пораτοῦ ἔτους χ. Xen. — время года;
χ. βίου Eur. — продолжительность жизни, век;ἥβης χ. Eur. — пора юности;ὅ ἐνεστηκὼς или ἐνεστὼς χ. Sext. — настоящее время;ὅ μέλλων χ. Sext. — будущее время;τρίμηνος χ. Soph. — трехмесячный промежуток;δεκέτης χ. Soph. — десятилетие3) возраст(χ. ἀνθρώπων Soph.)
χρόνῳ μείων γεγώς Soph. — младший4) промедление, задержка(χρόνον ποιεῖν Dem.)
χρόνους ἐμποιεῖν Dem. — откладывать, отсрочивать;χρόνον ἔχειν Theocr. — долго тянуться5) грам. глагольное время6) стих. просодическое время, количество гласного или слога -
9 5150
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5150
См. также в других словарях:
τρίμηνος — of three months masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίμηνος — η, ο / τρίμηνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες 2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία») 3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν) χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία αρχ. 1. το θηλ.… … Dictionary of Greek
τρίμηνος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες, που αποτελείται από τρεις μήνες: Τρίμηνη άδεια. 2. αυτός που γίνεται στην τριμηνία: Τρίμηνη επιθεώρηση. 3. το ουδ. ως ουσ., τρίμηνο, το η τριμηνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίμηνον — τρίμηνος of three months masc/fem acc sg τρίμηνος of three months neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμήνοις — τρίμηνος of three months masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμήνου — τρίμηνος of three months masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμήνων — τρίμηνος of three months masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμήνῳ — τρίμηνος of three months masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίμηνα — τρίμηνος of three months neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίμηνοι — τρίμηνος of three months masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμηνία — η, ΝΑ [τρίμηνος] χρονική περίοδος τριών μηνών νεοελλ. μίσθωμα ή αμοιβή που δίνεται για διάστημα τριών μηνών … Dictionary of Greek