-
41 τριακονταετέσι
τριᾱκονταετέσι, τριακονταετήςmasc /fem /neut dat pl -
42 τριακονταετής
τριᾱκονταετής, τριακονταετήςmasc /fem nom sg -
43 τριακονταετίδων
τριᾱκονταετίδων, τριακονταετήςfem gen pl -
44 τριακονταέτεσι
τριᾱκονταέτεσι, τριακονταετήςmasc /fem /neut dat pl -
45 τριακονταέτιδος
τριᾱκονταέτιδος, τριακονταετήςfem gen sg -
46 τριακονταέτους
τριᾱκονταέτους, τριακονταετήςmasc /fem /neut gen sg (attic epic doric) -
47 τριακοντουτίδων
τριᾱκοντουτίδων, τριακονταετήςfem gen pl -
48 τριακοντούτεες
τριᾱκοντούτεες, τριακονταετήςmasc /fem nom /voc pl (epic ionic) -
49 τριακοντούτεσι
τριᾱκοντούτεσι, τριακονταετήςmasc /fem /neut dat pl -
50 τριακοντούτεσιν
τριᾱκοντούτεσιν, τριακονταετήςmasc /fem /neut dat pl -
51 τριακοντούτην
τριᾱκοντούτην, τριακονταετήςacc sg (attic epic ionic) -
52 τριακοντούτιδας
τριᾱκοντούτιδας, τριακονταετήςfem acc pl -
53 τριακοντούτιδες
τριᾱκοντούτιδες, τριακονταετήςfem nom /voc pl -
54 τριακοντούτιδος
τριᾱκοντούτιδος, τριακονταετήςfem gen sg -
55 τριακοντάκις
τριᾱκοντάκις, τριακοντάκιςindeclform (adverb) -
56 τριακοντάχοα
τριᾱκοντάχοα, τριακοντάχουςproducing thirty-fold: neut nom /voc /acc pl -
57 τριακοντόροις
τριᾱκοντόροις, τριακόντοροςthirty-oared ship: masc /fem /neut dat pl -
58 τριακοντόρου
τριᾱκοντόρου, τριακόντοροςthirty-oared ship: masc /fem /neut gen sg -
59 τριακοντόρους
τριᾱκοντόρους, τριακόντοροςthirty-oared ship: masc /fem acc pl -
60 τριακοντόρων
τριᾱκοντόρων, τριακόντοροςthirty-oared ship: masc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
τρία — αριθμ. απόλ., άκλ. (πρβλ. και λ. τρεις) 1. ποσότητα από δύο και μία ακόμη μονάδα. 2. μαζί με το ουδ. άρθρο ως ουσ., το τρία ο αριθμός αυτός και το σύμβολό του 3: Το τρία είναι περιττός αριθμός. – Το 9 είναι πολλαπλάσιο του 3. 3. ό,τι έχει τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρία — τρεῖς neut nom/voc/acc pl τρία three neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρία Νίσια — Sp Tria Nisija Ap Τρία Νίσια/Tria Nisia L s. Egėjo j. P. Sporadų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
-τρια — ΝΑ βλ. λ. τήρας … Dictionary of Greek
τρία — ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) βλ. τρεις … Dictionary of Greek
τριά — τριάς the number three fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις … Dictionary of Greek
τριακοντούτη — τριᾱκοντούτη , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) τριᾱκοντούτη , τριακονταετής voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακοντούτης — τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom sg τριᾱκοντούτης , τριακονταετής nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταετῆ — τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκονταετῆ , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταέτη — τριᾱκονταέτη , τριακονταετής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριᾱκονταέτη , τριακονταετής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριᾱκονταέτη , τριακονταετής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)