Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τρέχω

  • 121 подхватить

    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, αρπάζω, παίρνω, σηκώνω από τα κάτω.•
    ανασηκώνω, αναδιπλώνω, μαζεύω.
    2. πιάνω στον αέρα.
    3. αρπάζω, παίρνω. || παίρνω μαζί μου. || παρασύρω, συμπαρασύρω.
    4. κολλώ (ασθένεια).
    5. (για άλογα) τρέχω ορμητικά, πηλαλώ.
    6. (για τραγούδι) παίρνω αμέσως (αφομοιώνω).
    αναπηδώ, πετάγομαι επάνω• ρίχνομαι, ορμώ.

    Большой русско-греческий словарь > подхватить

  • 122 полететь

    ρ.σ.
    1. πετώ•

    аист -ел ο πελαργός πέταξε•

    самолт -л το αεροπλάνο πέταξε.

    || ρίχνομαι, πετάγομαι, εκσφεντονίζομαι•

    камень -л в окно πέτρα πετάχτηκε στο παράθυρο.

    2. πέφτω. || τρέχω ταχύτατα (σαν να πετώ).
    3. μτφ. καταφτάνω.
    δ ιαδίδομαι•

    весть -ла по всей стране η είδηση πέταξε σ όλη τη χώρα.

    4. περνώ, διαβαίνω, φεύγω•

    дни -ли быстро οι μέρες πέρασαν γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > полететь

  • 123 полить

    ρ.σ.
    1. μ.
    επιχύνω, χύνω επάνω. || ποτίζω•

    полить деревья ποτίζω τα δέντρα.

    2. αρχίζω να βρέχω•

    -ил дождь άρχισε να βρέχει•

    вне-загшо набежали тучи и -ло ξαφνικά μαζεύτηκαν σύννεφα και άρχισε να βρέχει.

    περιβρέχομαι. || ρέω, τρέχω.

    Большой русско-греческий словарь > полить

  • 124 посыпать(ся)

    ρ.σ.
    1. βλ. сыпать με σημ. λίγο.
    2. γλωσσοκοπώ, -πανώ, λογοκοπώ, πηΐιλίζω με λέξεις.
    3. (για πλήθος) τρέχω, ξεχύνομαι.
    πέφτω, ρίχνομαι•

    вопросы -лись οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή (απανωτές).

    ρ.δ.
    βλ. посыпать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > посыпать(ся)

  • 125 потечь

    ρ.σ. αρχίζω να ρέω, να τρέχω•

    -кли ручьи άρχισαν να τρέχουν τα ρυάκια.

    Большой русско-греческий словарь > потечь

  • 126 потрусить

    -ушу, -уешь ρ.σ.
    1. (απλ.) βλ. потрясти.
    2. τρέχω (πηγαίνω) τροκ.

    Большой русско-греческий словарь > потрусить

  • 127 прискакать

    ρ.σ.
    1. έρχομαι, φτάνω καλπάζοντας ή πηδηχτά. || (για άλογο) τρέχω καλπά-χοντας, καλπάζω.
    2. καταφτάνω έφιππος ή πεζός.

    Большой русско-греческий словарь > прискакать

  • 128 пробегать(ся)

    пробе/ гать 1
    ρ.σ.
    τρέχω, έχω τρεχάματα. || χάνω (λόγω τρεξιμάτων)•

    пробегать(ся) уроки χάνω τα μαθήματα από τα πολλά τρεχάματα•

    пробегать(ся) обед χάνω το γεύμα (μένω νηστικός) από τα τρεχάμα.τα.

    пробега/ ть(ся) 2
    ρ.δ.
    βλ. пробежать(ся).
    пробе/ гаться 3
    ρ.δ.
    βλ. пробежать (1, 3, 4 σημ.)

    Большой русско-греческий словарь > пробегать(ся)

См. также в других словарях:

  • τρέχω — τρέχω, έτρεξα βλ. πίν. 31 Σημειώσεις: τρέχω : η λόγια μτχ. ενεστώτα τρέχων, ουσα, ον απαντάται ως επίθετο αυτός που ισχύει τώρα ή αφορά το τωρινό χρονικό διάστημα ή το άμεσο μέλλον). Η μτχ. τρεχούμενος (σπάνια τρεχάμενος) χρησιμοποιείται ως… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρέχω — run pres subj act 1st sg τρέχω run pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

  • τρέχω — έτρεξα και έδραμα 1. προχωρώ γρήγορα, πηγαίνω τρεχάλα: Τρέξε να τον προλάβεις. 2. βιάζομαι, προχωρώ γρηγορότερα από το συνηθισμένο: Το ρολόι μου τρέχει. 3. περιφέρομαι άσκοπα: Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου; (Αρ. Βαλαωρίτης).… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρέμω — τρέχω …   Dictionary of Greek

  • τράχον — τρέχω run pres part act masc voc sg (doric) τρέχω run pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) τρέχω run imperf ind act 3rd pl (doric) τρέχω run imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέχον — τρέχω run pres part act masc voc sg τρέχω run pres part act neut nom/voc/acc sg τρέχω run imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρέχω run imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέξαι — τρέχω run aor imperat mid 2nd sg (epic) τρέχω run aor inf act (epic) θρέξαῑ , τρέχω run aor opt act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέχετε — τρέχω run pres imperat act 2nd pl τρέχω run pres ind act 2nd pl τρέχω run imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέχῃ — τρέχω run pres subj mp 2nd sg τρέχω run pres ind mp 2nd sg τρέχω run pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδραμηκότα — τρέχω run perf part act neut nom/voc/acc pl τρέχω run perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»