-
41 τρεμέτω
τρέμωtremble: pres imperat act 3rd sg -
42 τρέμειν
τρέμωtremble: pres inf act (attic epic) -
43 τρέμεις
τρέμωtremble: pres ind act 2nd sg -
44 τρέμεται
τρέμωtremble: pres ind mp 3rd sg -
45 τρέμοιεν
τρέμωtremble: pres opt act 3rd pl -
46 τρέμοιμι
τρέμωtremble: pres opt act 1st sg -
47 τρέμοιτε
τρέμωtremble: pres opt act 2nd pl -
48 τρέμομαι
τρέμωtremble: pres ind mp 1st sg -
49 τρέμοντας
τρέμωtremble: pres part act masc acc pl -
50 τρέμοντες
τρέμωtremble: pres part act masc nom /voc pl -
51 τρέμοντος
τρέμωtremble: pres part act masc /neut gen sg -
52 τρέμουσα
τρέμωtremble: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
53 τρέμουσαι
τρέμωtremble: pres part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic) -
54 τρέμουσαν
τρέμωtremble: pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) -
55 τρέμωμεν
τρέμωtremble: pres subj act 1st pl -
56 τρέμων
τρέμωtremble: pres part act masc nom sg -
57 τρέμωσι
τρέμωtremble: pres subj act 3rd pl -
58 τρέμωσιν
τρέμωtremble: pres subj act 3rd pl -
59 τρέμοντ'
τρέμοντα, τρέμωtremble: pres part act neut nom /voc /acc plτρέμοντα, τρέμωtremble: pres part act masc acc sgτρέμοντι, τρέμωtremble: pres part act masc /neut dat sgτρέμοντι, τρέμωtremble: pres ind act 3rd pl (doric)τρέμοντε, τρέμωtremble: pres part act masc /neut nom /voc /acc dualτρέμονται, τρέμωtremble: pres ind mp 3rd plτρέμοντο, τρέμωtremble: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
60 дрожать
-жу, -жишь, ρ.δ.1. τρέμω, ριγώ•-всем телом τρέμω σύγκορμος•
дрожать от холода τρέμω από το κρύο.
|| τρεμοσβήνω, υποτρέμω, τρεμοφέγγω•звезда -ла το αστέρι τρεμόσβηνε.
|| (για φωνή, ήχο) τρέμω, τρεμουλιάζω. || έχω σπασμούς, σφαδάζω. || δονούμαι, πάλλομαι.2. φοβούμαι, τρομάζω. || με πιάνει φόβος για κάποιον•мать -ит за своих детей η μάνα τρέμει για τα παιδιά της•
он -ит за свою жизнь αυτός τρέμει για τη ζωή του (φοβάται μήπως πεθάνει).
|| προφυλάγω πολύ•дрожать над детьми τρέμω μην πάθουν, κακό τα παιδιά.
|| τσιγγουνεύομαι πολύ•дрожать над каждой копейкой τρέμω για το κάθε καπίκι.
См. также в других словарях:
τρέμω — βλ. πίν. 1 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: τρέμω : με τη σημασία → αυτός που τρέμει απαντάται η μτχ. τρεμάμενος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρέμω — tremble pres subj act 1st sg τρέμω tremble pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… … Dictionary of Greek
τρέμω — 1. αμτβ., ταράζομαι από αλλεπάλληλες μικρές κινήσεις, τουρτουρίζω, ανατριχιάζω: Τρέμουν τα χέρια του. – Τρέμει, όταν αηδιάζει. 2. ταράζομαι από φόβο, δειλιάζω: Τρέμω, όταν συλλογίζομαι το θάνατο. 3. αγωνιώ, ανησυχώ: Τρέμει για την υγεία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρέμον — τρέμω tremble pres part act masc voc sg τρέμω tremble pres part act neut nom/voc/acc sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρέμω tremble imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέμετε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd pl τρέμω tremble pres ind act 2nd pl τρέμω tremble imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέμῃ — τρέμω tremble pres subj mp 2nd sg τρέμω tremble pres ind mp 2nd sg τρέμω tremble pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαφροτρέμω — τρέμω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + τρέμω] … Dictionary of Greek
τρεμόντων — τρέμω tremble pres part act masc/neut gen pl τρέμω tremble pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέμε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέμει — τρέμω tremble pres ind mp 2nd sg τρέμω tremble pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)