Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τρέμουν+τα

  • 1 у

    у 1
    επιφ. κραυγής• ου!
    у 2
    επιφ.
    1. αγανάκτησης• ουφ!
    2. φόβου• ου!
    3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!
    4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•

    стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•

    отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•

    поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•

    сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.

    || στον, στην, στο•

    сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•

    мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•

    работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•

    быть у власти είμαι εξουσία•

    у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.

    || у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•

    у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•

    || μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.

    у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•

    у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.

    || απο, εκ•

    взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.

    || σε, εις•

    смотри у меня κοίτα σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > у

  • 2 нога

    ног||а
    ж τό πόδι, τό ποδάρι, ὁ ποῦς (ступня)/ χό σκέλος, ἡ κνήμη, ἡ γάμπα (от ступни до колена):
    длинные ноги τά μακρυά πόδια· положить но́гу на \ногау βάζω τό ἕνα πόδι ἐπάνω στό ἄλλο· сбить кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω· наступить кому-л. на \ногау πατώ τό πόδι κάποιου· у меня но́ги подкашиваются τρέμουν τά πόδια μου, μοῦ κόβονται τά γόνατα· на \ногаах не стоит δέν στέκεται στά πόδια του· босой \ногао́й ξυπόλητος, ἀνυποδητί· задние но́ги τά πισινά πόδια· передние но́гн τά μπροστινά πόδια· на бо́су(ю) ногу ξυπόλητος· ◊ перенести болезнь на \ногаа́х περνώ τήν ἀρρώστεια στό πόδι· кланяться в но́ги κάνω ἐδαφιαία ὑπόκλισή идти в но́гу а) πηγαίνω, βαδίζω μέ ταιριαστό βήμα, б) перен συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· связа́ть кого-л. по рукам и \ногаам разг δένω κάποιον χεροπόδαρα, δεσμεύω κάποιον протянуть но́ги разг перен τά τινάζω, τινάζω τά πέταλα· с головы до ног πατό-κορφα, ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια· бежать со всех ног разг τρέχω μέ τά τέσσερα, τό βάζω στά πόδια· быть без ног (от усталости) разг ξεποδαριάστηκα, μοῦ κόπηκαν τά πόδια μου· еле волочить ноги μόλις σέρνω τά πόδια μου· поставить (поднять) кого-л. на \ногаи а) κάνω καλά (вылечить), б) ἀνατρέφω (воспитать)· поднять всех на \ногаи ἀναστατω, σηκώνω ὅλον τόν κόσμο στό ποδάρι· топтать \ногаами τσαλαπατώ, ποδοπατώ· жить на широкую ногу κάνω πολυέξοδη ζωή· вверх \ногаами а) ἀνάποδα, μέ τά πόδια πάνω, б) перен εἶμαι ἄνω κάτω· быть на короткой \ногае с кем-л. είμαστε στενοί φίλοι μέ κάποιον стоять одной \ногаой в могиле εἶμαι μέ τό δνα πόδι στον τάφο· моей \ногай у вас не будет δέν θά ξαναπατήσω τό πόδι μου ἐδῶ· встать с левой \ногай στραβοκοιμήθηκα, εἶμαι κακοδιάθετος, δέν εἶμαι στά κέφια μου· унести́ ио́ги разг τό βάζω στά πόδια· не чувствовать под собой ног (от радости) πετώ ἀπ' τή χαρά μου· хромать на обе \ногай πηγαίνω πολύ ἀσχημα· κ \ногаέ! воен. παρά πόδα!

    Русско-новогреческий словарь > нога

  • 3 поджилки

    поджилки
    мн. разг:
    у него́ \поджилки (от страха) трясу́тся τά πόδια του τρέμουν ἀπό τόν φόβο.

    Русско-новогреческий словарь > поджилки

  • 4 поджилки

    -лок πλθ. οι τένοντες των γονάτων•

    поджилки тресутся τρέμουν τα γόνατα (από φόβο).

    Большой русско-греческий словарь > поджилки

  • 5 подрагивать

    ρ.δ.
    1. τρέμω λίγο ή πότε-πότε•

    губы -ют τα χείλη τρέμουν λίγο•

    его голос -ет η φωνή του τρέμουλιάζει λίγο.

    || δονούμαι, ταλαντεύομαι λίγο ή κάποτε. || αναπηδώ, κουνιέμαι ρυθμικά ή λίγο. || (για φως, φωτιά) τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, μαρμαίρω.
    2. κάνω να τρέμει, κουνώ τρέμοντας•

    подрагивать ногой κουνώ τρεμουλιαστά το πόδι.

    Большой русско-греческий словарь > подрагивать

  • 6 танцевать

    -цую, -цуешь, μτχ. ενστ. танцующий ρ.δ.
    1. χορεύω•

    танцевать вальс, мазурку χορεύω βαλς, μαζούρκα•

    я не умею танцевать δεν ξέρω χορό.

    2. μτφ. βαδίζω χορευτά. || ταλαντεύομαι, τρεμουλιάζω•

    у старика руки -ют τα χέρ ια του γέρου τρέμουν.

    χορεύω. || χορεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > танцевать

  • 7 трясти

    трясу, трясёшь, παρλθ. χρ. тряс, -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. σείω, κουνώ, τινάζω•

    трясти ковр τινάζω το χαλί•

    трясти яблоню τινάζω τη μηλιά•

    трясти муку из мешка τινάζω το αλεύρι από το τσουβάλι.

    2. τραντάζω, ανατινάσσω• συγκλονίζω•

    нас сильно -ло в телеге μας τράνταξε δυνατά το κάρο.

    || κουνώ, ταλαντεύω•

    -ногу κουνώ το πόδι•

    трясти головой κουνώ το κεφάλι•

    трясти хвостом κουνώ την ουρά.

    3. κάνω να τρέμει, να ριγεί•

    его -ст лихорадка τον ταράζει ο πυρετός•

    его -ст от страха αυτός τρέμει από το φόβο.

    1. κουν ιέμαι, σείομαι• ταλαντεύομαι•

    деревья -утся от ветра τα δέντρα κουνιούνται από τον άνεμο•

    голова -тся от старости το κεφάλι παρανεύει από τα γεράματα.

    2. τρέμω•

    руки -утся τα χέρια τρέμουν•

    трясти от холода τρέμω από το κρύο•

    от страха τρέμω από το φόβο.

    || φοβούμαι πολύ•

    трясти над ребнком τρέμω για το παιδάκι(μήπως πάθει κακό).

    || τσιγκουνεύομαι πολύ•
    3. τραντάζομαι•

    трясти в тележке τραντάζομαι στο κάρο.

    Большой русско-греческий словарь > трясти

См. также в других словарях:

  • P.A.O.K. F.C. — P.A.O.K. Full name Panthessaloníkios Athlitikós Ómilos Kostantinopolitón (Pan Thessalonian Athletic Club of Constantinopolitans) (Greek: Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών) …   Wikipedia

  • Olympiakos Piräus — Voller Name PAE Olympiakos Syndesmos Filathlon Peiraios (O.S.F.P.) Gegründet 10. März …   Deutsch Wikipedia

  • 2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] …   Wikipedia

  • Κουάκερος — ο στον πληθ. οι Κουάκεροι άλλη ονομασία τών μελών τής «Εταιρείας τών Φίλων» ή «Εκκλησίας τών Φίλων», χριστιανικής ομάδας που εμφανίστηκε κατά τα μέσα τού 17ου αιωνα στην Αγγλία και στις αποικίες της και ιδίως στην Αμερική και η οποία κήρυττε ότι… …   Dictionary of Greek

  • ασημοφέρνω — παίρνω ασημένιο χρώμα («τρέμουν ασημοφέρνοντας τα μαύρα κυπαρίσσια στα ξόβεργα του φεγγαριού», Κ. Παλαμάς) …   Dictionary of Greek

  • επιτρομώ — ἐπιτρομῶ, έω (Α) τρέμω, φοβάμαι κάτι («ἐπιτρομέουσι νομῆες χειμάρρους» οι βοσκοί τρέμουν τους χειμάρρους, Κόιντ.) …   Dictionary of Greek

  • κουκουβίζω — και κουκουβιάζω 1. (για πτηνά) κουρνιάζω («σαν περιστέρες... κι εκεί που παν να φυλαχτού τρέμουν και κουκουβίσου», Ερωτόκρ.) 2. (για πρόσ.) κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από την κραυγή τών πτηνών ή < κουκούβα < λατ. cucuba… …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • περιτρομώ — έω, Α [περίτρομος] τρέμω ολόκληρος, τρέμουν όλα μου τα μέλη …   Dictionary of Greek

  • υποτρομώ — έω, Α 1. τρέμω αποκάτω, τρέμουν τα πόδια μου 2. τρέμω από φόβο μπροστά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρομῶ «τρέμω» (< τρόμος)] …   Dictionary of Greek

  • φλογότρεμος — η, ο, Ν 1. (για φωτιά) αυτός τού οποίου οι φλόγες τρέμουν 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που τρέμει σαν τη φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + τρέμω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»