-
1 ψαλίδι
-
2 ψαλίδι
[псалиди] ουσ. о. ножницы.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψαλίδι
-
3 ψαλίδι
[псалиди] ουσ ο ножницы. -
4 γλώσσα
I η1) анат. язык;γλώσσα άσπρη — или γλώσσα με επίχρισμα — обложенный язык;
δείχνω τη γλώσσα — показывать язык (врачу);
βγάζω ενός τη γλώσσα μου — показывать кому-л. язык (из озорства);
2) язык, речь;μητρική γλώσσα — родной язык;
ξένη γλώσσα — иностранный язык;
ζωντανή (νεκρή) γλώσσα — живой (мёртвый) язык;
λογοτεχνική γλώσσα — литературный язык;
γλώσσα γραφομένη — письменная речь;
ομιλούμενη γλώσσα — разговорный язык (в противоположность письменному языку);
απλή γλώσσα — простонародный язык, просторечие;
ιδιωματική γλώσσα — диалект;
αδελφές γλώσσες — родственные языки;
δημοτική (γλώσσ) — димотика;
μαλλιαρή γλώσσα — крайняя димотика;
(γλώσσ) καθαρεύουσα — кафаревуса;
μικτή ( — или καθομιλουμένη) γλώσσα — смесь кафаревусы и димотики;
ομιλώ δυό γλώσσες — разговаривать на двух языках;
3) перен. язык, язычок;γλώσσα υποδημάτων — язычок ботинок;
γλώσσα πνευστού μουσικού οργάνου — язычок духового музыкального инструмента;
γλώσσα νήζ — коса (шиш);
γλώσσες πυρός ( — или φωτιάς) — языки пламени;
γλώσσα καμπάνας — язык колокола;
γλώσσα της ζυγαριάς — стрелки весов;
§ κακιά ( — или κακή) γλώσσα — злой язык;
όπως λένε οι κακές γλώσσες... — злые языки говорят...;
γλώσσα σπαθί — острый язык;
έχει μακριά τη γλώσσα — или έχει μιά σπιθαμή ( — или μιά οργυιά) γλώσσα — или δεν κρατά τη γλώσσα του ( — или βγάζει γλώσσ) — у него длинный язык;
γλώσσα ροδάνι — или γλώσσ (πού κόβει) ψαλίδι — а) болтун; — б) язык хорошо подвешен;
πάει η γλώσσ μου ροδάνι — быть бойким на язык;
έχει ακονισμένη τη γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;
η γλώσσα του στάζει φαρμάκι — его язык источает яд, у него очень злой язык;
η γλώσσα του στάζει μέλι — слушать его одно удовольствие;
του δέθηκε η γλώσσα — или κατάπιε τη γλώσσα του — он будто язык проглотил, у него отнялся язык;
λύνω τη γλώσσα κάποιου — заставить кого-л. говорить, развязывать кому-л. язык;
του λύθηκε η γλώσσα — у него развязался язык;
μάλλιασε ( — или εβγαλε μαλλιά) η γλώσσα μου — устал уговаривать, убеждать;
με τρώει η γλώσσα μου — у меня язык чешется;
ακονίζω τη γλώσσα μου — точить язык (на кого-л.);
δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου — быть невоздержанным на язык;
δαγκώνω τη γλώσσα μου — прикусить язык;
δάγκασε τη γλώσσα σου! — или πού να φας τη γλώσσα σου — типун тебе на язык!, чтоб язык у тебя отсох!;
μου βγαίνει η γλώσσα (μιά σπιθαμή) — язык на плечо, сильно устать;
με τη γλώσσα εξω — высунув язык;
μάζεψε ( — или δέσ) τη γλώσσα σου! — придержи язык!;
γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει — посл, язык мягок, а кости ломает; — язык — опасное оружие;
μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας — погов, семь раз языком поверни, а потом скажи;
λανθάνουσα η γλώσσ την αλήθεια λέει — или αμαρτάνουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει — погов. язык мой — враг мой
γλώσσα2II η зоол, глосса, косорот, морской язык (рыба) -
5 ψαλίς
См. также в других словарях:
ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές … Dictionary of Greek
ψαλίδι — το 1. ψαλίδι. 2. μέρος του ζευκτού της στέγης. 3. φρ., «ψαλίδι πάει η γλώσσα της», φλυαρεί ακατάσχετα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαλίδι — ψαλίς a pair of scissors fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
ψαλιδιά — η, Ν [ψαλίδι] 1. τομή που γίνεται με ψαλίδι 2. το ίχνος που αφήνει η κοπή τών μαλλιών με ψαλίδι σε περίπτωση κακής κόμμωσης 3. ναυτ. είδος κόμπου … Dictionary of Greek
πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… … Dictionary of Greek
ψαλιδάκι — το, Ν [ψαλίδι] υποκορ. μικρό ψαλίδι («ψαλιδάκι τών νυχιών») … Dictionary of Greek
ψαλιδίζω — Ν [ψαλίδι] 1. κόβω με ψαλίδι 2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνω («πάλι ψαλίδισαν τους μισθούς») β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω 3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα» μτφ. (ως απειλή σε… … Dictionary of Greek
ψαλιδιστός — ή, ό, Ν [ψαλιδίζω] 1. κομμένος με ψαλίδι 2. αυτός που έχει ψαλιδιές ολόγυρα 3. μτφ. αυτός που μοιάζει να έχει κοπεί με ψαλίδι («η ουρά τών χελιδονιών είναι ψαλιδιστή»). επίρρ... ψαλιδιστά Ν με ψαλίδισμα … Dictionary of Greek
ψαλιδοκέρι — το, Ν 1. ειδικό ψαλίδι για την κοπή τού καμένου φιτιλιού τού κεριού 2. μτφ. α) (κατά τους χρόνους τής Ελληνικής Επανάστασης) (σκωπτ.) το ανδρικό ευρωπαϊκό σχιστό ένδυμα, το φράκο, και, γενικά, η ευρωπαϊκή ενδυμασία β) (κατ επέκτ.) αυτός που… … Dictionary of Greek