-
1 орех
орех м το καρύδι (плод) η καρυδιά (дерево)' лесной — το φουντούκι (плод)· η φουντουκιά (дерево)' кедровый \орех το κεδροκούκουτσο· кокосовый \орех ο κόκος* * *мкедро́вый оре́х — το κεδροκούκουτσο
коко́совый оре́х — ο κόκος
-
2 фундук
1. (кустарник) η λεπτοκαρυάη φουντουκιά 2 (орех, плод) το λεπτοκάρυοτο φουντούκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фундук
-
3 орех
орехм1. (плод) τό καρύδι, τό κάρυ-ον; грецкий \орех τό καρύδι· лесной \орех τό φουντούκι, τό λεπτοκάρυο[ν]· кокосовый \орех τό Ινδικό καρύδι· мускатный \орех τό μοσχοκάρυδο· кедровые \орехи σπόρια κέδρου· колоть (грызть) \орехи σπά(ζ)ω τά καρύδια·2. (дерево) ἡ καρυδιά, ἡ καροά· ◊ ему досталось на \орехи разг τοῦ τίς βρέ-ξανε γιά καλά· разделать кого́-л. под \орех разг κατσαδιάζω κάποιον. -
4 грильяж
-а α.καραμέλα, ζαχαράτο (εσωτερικά με φουντούκι, αμύγδαλο κ.τ.τ.). -
5 орешник
-а α.λεφτοκαρυά, φουντουκιά. || λεφτοκαρυότοπος. || λεφτοκάρι, φουντούκι. -
6 фундук
-а α.1. κόρυλλος, αβελαν ία (επιστ.), λεπτοκαρυά, λεφτοκαριά, φουντουκιά.2. λεφτοκάρι, φουντούκι.
См. также в других словарях:
φουντούκι — το, Ν 1. κοινή ονομασία τού καρπού και κυρίως τού εδώδιμου σπέρματος τής ήμερης φουντουκιάς 2. φρ. «πετάω φουντούκια» λέω χοντρά ψέματα που αποκαλύπτονται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. findik < ποντικόν (ενν. κάρυον) (<… … Dictionary of Greek
φουντούκι — το (λ. τουρκ.), ο καρπός της φουντουκιάς (βλ. λ.), το λεπτοκάρυο, το λεφτόκαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουντουξού — και φουντούκα, η, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτή που λέει ψέματα τα οποία γρήγορα αποκαλύπτονται. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φουντούκα < φουντούκι «χοντρό ψέμα», ενώ ο τ. φουντουξού < φουντούκι + κατάλ. τζού, θηλ. τής κατάλ. τζής* με απλοποίηση τού… … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
κουφέτο — το (Μ κουφέτο και κουφέττο) 1. μικρό και σκληρό ζαχαρωτό που περιέχει αμύγδαλο ή φουντούκι και προσφέρεται συνήθως σε γάμους και βαφτίσια 2. χάπι και γενικά κάθε ζαχαρόπηκτο που περιέχει φάρμακο ή άλλη ουσία δυσάρεστη στη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
λεπτοκάρυο — και λεφτόκαρο, το (AM λεπτοκάρυον, Μ και λεφτοκάρυον και λεπτόκαρον και λεφτόκαρον και λεπτοκάρυ και λεφτοκάρυ) ο καρπός τού φυτού λεπτοκαρυά, το φουντούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κάρυο «καρύδι»] … Dictionary of Greek
ομφαλέα — (omphalea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών, με περίπου 12 είδη. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές της Αφρικής και είτε είναι θάμνοι είτε έρπουν ή αναρριχώνται. Έχουν γαλακτώδη χυμό και φύλλα επαλλάσσοντα, ακέραια. Τα άνθη τους … Dictionary of Greek
πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… … Dictionary of Greek
περσικός — (I) ή, ό / περσικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πέρσης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες 2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσική η περσική γλώσσα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικά η περσική γλώσσα 2. φρ. «περσική γλώσσα» γλωσσ … Dictionary of Greek
πραλίνα — η, Ν είδος γλυκίσματος με βασικό υλικό το καβουρντισμένο αμύγδαλο ή φουντούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. praline, από το όνομα τού στρατηγού du Plessis Praslin, τού οποίου ο μάγειρος την εφεύρε] … Dictionary of Greek