-
1 ὑπόδειγμα
ὑπό-δειγμα, τό, Anzeige, Kennzeichen, Merkmal; παράδειγμα, Vorschrift, Beispiel, Muster -
2 ἐκ-τίθημι
ἐκ-τίθημι (s. τίϑημι), 1) heraussetzen, stellen; Od. 23, 179; aussetzen, ans Land setzen, Soph. Phil. 5; ein Kind, Ar. Nubb. 530 u. Folgde; Sp., wie Paus. 1, 43, 7; auch im med., Hel.; ἐκτίϑεσϑαι λείαν εἰς Βιϑυνούς, von sich weggeben u. dorthin bringen, Plut. Alc. 29; auch ἀπόκρισιν, Pol. 24, 10, 14. – 2) aus-, zur Schau stellen; νόμον πρόσϑεν τῶν ἐπωνύμων Dem. 24, 18; oft bei Pol., ὑπόδειγμα, ἔκϑεμα, 15, 20, 5. 31, 10, 1; ἆϑλα, Preise aussetzen, 15, 9, 4, wie λέβητας Soph. frg. 68. Auch zum Verkauf, Dio Cass. – 3) auseinandersetzen, erzählen, Pol. 10, 9, 3; auch med., D. Sic. 12, 18; übh. festsetzen, bestimmen, Sp.; herausgeben, Gedichte u. Schriften, Sp.
-
3 ὑπό-δειγμα
ὑπό-δειγμα, τό, Anzeige, Kennzeichen, Merkmal, Sp. – Auch wie παράδειγμα, was Phryn. p. 12 vorzieht, Vorschrift, Beispiel, Muster, Pol. 3, 110, 6; ὑπόδειγμα τῷ πλήϑει ποιῶν ἑαυτόν 3, 17, 8.
См. также в других словарях:
ὑπόδειγμα — sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόδειγμα — το / ὑπόδειγμα, ΝΜΑ [ὑποδείκνυμι] μτφ. παράδειγμα για μίμηση (α. «υπόδειγμα εκπαιδευτικού» β. «πρὸς ὑπόδειγμα ἀρετῆς», επιγρ. γ. «ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν ἑαυτόν», Πολ.) νεοελλ. 1. δείγμα, πρότυπο για την τήρηση ορισμένου σχεδίου ή ορισμένης… … Dictionary of Greek
υπόδειγμα — το, ατος 1. τύπος, πρότυπο, κανόνας, μοντέλο (για την κατασκευή ομοιόμορφων πραγμάτων): Υπόδειγμα αίτησης. 2. (για πρόσωπα), υποδειγματικός άνθρωπος, τύπος και υπογραμμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόδειγμ' — ὑπόδειγμα , ὑπόδειγμα sign neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθιβόλιο — Υπόδειγμα εικόνας το οποίο χρησιμεύει για την αναδημιουργία της ή την αναπαράστασή της πάνω σε άλλο αντικείμενο (αγγείο, τοίχος κλπ.). Λέγεται και ανθίβολο. Το α. είναι γνωστό από την αρχαιότητα, χρησιμοποιήθηκε όμως περισσότερο στην αγιογραφία… … Dictionary of Greek
ὑποδειγμάτων — ὑπόδειγμα sign neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγμασι — ὑπόδειγμα sign neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγμασιν — ὑπόδειγμα sign neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματα — ὑπόδειγμα sign neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματι — ὑπόδειγμα sign neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδείγματος — ὑπόδειγμα sign neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)