-
1 τηλεσκόπιο(ν)
το телескоп -
2 τηλεσκόπιο(ν)
το телескоп -
3 τηλεσκόπιο
[тилэскопио] οοσ. ο. телескоп, подзорная труба,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τηλεσκόπιο
-
4 τηλεσκόπιο
[тилэскопио] ουσ ο телескоп, подзорная труба. -
5 τηλεσκόπιο
télescope -
6 τηλεσκόπιο
1) luneta (f) rzecz.2) teleskop (m) rzecz. -
7 τηλεσκόπιο
teleskop -
8 τηλεσκόπιο
telescopeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τηλεσκόπιο
-
9 teleskop
τηλεσκόπιο, κιάλι -
10 télescope
τηλεσκόπιο -
11 teleskop
τηλεσκόπιο -
12 luneta
τηλεσκόπιο -
13 teleskop
τηλεσκόπιο -
14 телескоп
-
15 рефлектор
1. (металлическое или стеклянное зеркало) о ανακλαστήρας, το ανακλαστικό κάτοπτρο 2. (телескоп) το αντανακλαστικό τηλεσκόπιο 3. (элемент направленной антенны) о ανακλαστήρας κεραίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рефлектор
-
16 рефрактор
το διαθλαστικό τηλεσκόπιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рефрактор
-
17 стереотруба
το στερεοσκοπικό τηλεσκόπιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стереотруба
-
18 телескоп
телескопм τό τηλεσκόπιο[ν]. -
19 труба
труб||аж1. ὁ σωλήνας/ ὁ καπνοδόχος, ἡ καμινάδα, τό φουγάρο (дымовая)/ ὁ ὑδροσωλήνας, ὁ ὑδραγωγός (водопроводная)) ἡ ὑδρορροἡ, τό λούκι (водосточная):фабричная \труба ἡ καμινάδα (или τό φουγάρο) τοῦ ἐργοστασίου· подзорная \труба τό τηλεσκόπιο[ν]·2. муз. ἡ σάλπιγγα, ἡ σάλπιγξ, ἡ τρουμπέττα:играть на \трубае σαλπίζω·3. анат. ἡ σάλπιγξ:евстахиева \труба ἡ εὐσταχιανή σάλπιγξ· фаллопиева \труба ἡ φαλλόπειος σάλπιγξ· ◊ вылететь в \трубау́ разг χρεωκοπώ, φοιλλιρίζω, παθαίνω φαλλιμέντο. -
20 ανακλαστικός
η, ό[ν]1) отражающий (свет, звук);ανακλαστικο τηλεσκόπιο — рефлектор;
2) рефлективный, рефлекторный;ανακλαστική κίνηση — рефлекторное движение
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τηλεσκόπιο — Οπτικό όργανο, κατάλληλο για να παρατηρούμε μακρινά αντικείμενα, αυτόφωτα ή ετερόφωτα, τα οποία, επειδή βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, δεν φαίνονται ή διακρίνονται ασαφώς με γυμνό μάτι. Κυρίως το τ. χρησιμοποιείται στην αστρονομία για την… … Dictionary of Greek
τηλεσκόπιο — το οπτικό όργανο με ισχυρούς φακούς για την παρατήρηση μακρινών αντικειμένων ή ουράνιων σωμάτων: Αστρονομικό τηλεσκόπιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτρονικό τηλεσκόπιο — Ένας τύπος τηλεσκοπίου, στο οποίο η υπεριώδης και η υπέρυθρη ακτινοβολία μπορεί να μετατραπεί σε μια ορατή εικόνα. Η ένταση μιας αμυδρά ορατής ακτινοβολίας μπορεί να αυξηθεί σημαντικά. Η ακτινοβολία πέφτει πάνω στην επιφάνεια μιας φωτοκαθόδου, με … Dictionary of Greek
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
τηλεσκοπικός — ή, ό, Ν αστρον. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλεσκόπιο («τηλεσκοπικός φακός») 2. αυτός που γίνεται με τηλεσκόπιο («τηλεσκοπικές παρατηρήσεις») 3. (για ουράνιο σώμα) ο ορατός μόνο με τηλεσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεσκόπιο. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
χωροβάτης — Τοπογραφικό όργανο που χρησιμοποιείται για να πραγματοποιηθεί οριζόντια οπτική γραμμή. Ο απλούστερος τύπος χ. αποτελείται από δύο κατακόρυφους γυάλινους σωλήνες, οι οποίοι συγκοινωνούν μεταξύ τους διαμέσου οριζόντιου σωλήνα: εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
απόκλιση — (Αστρον.). Απόσταση ενός αστέρα από τον ουράνιο ισημερινό· μετριέται στον ουράνιο μεσημβρινό (κύκλος α.) που περνά από τον αστέρα και τους πόλους της ουράνιας σφαίρας. Μαζί με την ορθή αναφορά, αποτελεί το σύστημα των συντεταγμένων για τον… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek