-
21 ploy
[ploi]1) (a plan; a manoeuvre: She uses various ploys for getting her own way.) τέχνασμα2) (a piece of business; a little task: The children were off on some ploy of their own.) απασχόληση -
22 stratagem
['strætə‹əm](a trick or plan.) στρατήγημα, τέχνασμα -
23 trick
[trik] 1. noun1) (something which is done, said etc in order to cheat or deceive someone, and sometimes to frighten them or make them appear stupid: The message was just a trick to get her to leave the room.) κόλπο, τέχνασμα2) (a clever or skilful action (to amuse etc): The magician performed some clever tricks.) κόλπο, ταχυδαχτυλουργία2. adjective(intended to deceive or give a certain illusion: trick photography.) παραπλανητικός- trickery- trickster
- tricky
- trickily
- trickiness
- trick question
- do the trick
- play a trick / tricks on
- a trick of the trade
- trick or treat! -
24 проделка
[πραντιέλκα] ουσ. θ. κόλπο, τέχνασμα -
25 уловка
[ουλόφκα] ουσ. θ. κόλπο, τέχνασμα -
26 ухищрение
[ουχιστσριένιιε] ουσ. ο. τέχνασμα -
27 проделка
[πραντιέλκα] ουσ θ κόλπο, τέχνασμα -
28 уловка
[ουλόφκα] ουσ θ κόλπο, τέχνασμα -
29 ухищрение
[ουχιστσριένιιε] ουσ ο τέχνασμα -
30 фокус
[φόκους] ουσ α κόλπο, τρικ, τέχνασμα -
31 закорючка
-и θ.1. αγκίστρι., τσιγγέλι. || ουρίτσα•писать -ами γράφω με ουρίτσες (κλωθογυρίσματα).
2. τέχνασμα, δολιότητα• μυστικό. || δυσχέρεια, δυσκολία ξαφνική. -
32 излюбленный
επ., από μτχ. αγαπητός, αγαπημένος, εκλεκτός, προτιμούμενος•излюбленный прим το αγαπημένο τέχνασμα (κόλπο)•
излюбленный место для прогулки το αγαπημένο μέρος για περίπατο. -ое занятие αγαπημένη απασχόληση..
-
33 измышление
-я ουδ.επινόηση, επινόημα εφεύρεση τέχνασμα. -
34 манипулирование
-я ουδ.χειρισμός. || ανακάτωμα, τέχνασμα, μηχάνευμα. -
35 манипуляция
-и θ.1.σύνθετη χειρονακτική εργασία.2. μτφ. σύμφυρμα, ανακάτωμα, τέχνασμα, μηχάνευμα, κόλπο. -
36 мышеловка
-и θ.ποντικοπαγίδα, ξυλόγα-τα, φάκα. || μτφ. πονηριά, δόλος, τέχνασμα. -
37 надувательство
-а ουδ.απάτη λωποδυσία δόλος, πονηριά• τέχνασμα. -
38 подвох
-а α.κατεργαριά, πανουργία, βρωμιά, βρωμοδουλειά• τέχνασμα. -
39 трюк
-а α.επιδεξιότητα• τολμηρό επιχείρημα• κόλπο• τρυκ•акробатический трюк ακροβατικό τρυκ.
|| απάτη, τέχνασμα, λοβιτούρα• ελιγμός ξαφνικός. -
40 уловка
-и θ.πονηριά, κατεργαριά• τέχνασμα, κόλπο• απάτη.
См. также в других словарях:
τέχνασμα — anything made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνασμα — το, ΝΜΑ [τεχνάζω / ομαι] 1. ευφυές επινόημα για επιτυχία σκοπού 2. δόλος, πανουργία, κόλπο (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῡ μητροκτόνου τεχνάσματ ἐστὶ ταῡτα καὶ πολὺς γέλως», Ευρ.) αρχ. καθετί κατασκευασμένο με τέχνη, έργο… … Dictionary of Greek
τέχνασμα — το, ατος έξυπνη επινόηση για επιτυχία κάποιου σκοπού, κόλπο, τερτίπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνασμάτων — τέχνασμα anything made neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσμασι — τέχνασμα anything made neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσμασιν — τέχνασμα anything made neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματα — τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματι — τέχνασμα anything made neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματος — τέχνασμα anything made neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
τεχνάσματ' — τεχνάσματα , τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc pl τεχνάσματι , τέχνασμα anything made neut dat sg τεχνάσματε , τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)