-
21 status symbol
(a possession that indicates one's social importance: a car, a private swimming-pool and other status symbols.) τεκμήριο πλούτου,σύμβολο κοινωνικής ανόδου -
22 stress-mark
noun (a mark used to show where the stress comes in a word etc: bookworm; designer.) τόνος,σύμβολο του τόνου(σημείο στίξης) -
23 symbol
['simbəl](a thing that is regarded as representing or standing for another: The dove is the symbol of peace.) σύμβολο- symbolic- symbolically
- symbolize
- symbolise
- symbolism -
24 кредо
[κριέντα] ουσ. ο. το πιστεύω, το σύμβολο τής πίστεως -
25 символ
[σίμβαλ] ουσ. α σύμβολο -
26 кредо
[κριέντα] ουσ ο το πιστεύω, το σύμβολο τής πίστεως -
27 символ
[σίμβαλ] ουσ α σύμβολο -
28 бунчук
-а α.1. ράβδος με προσδεμένη σε αυτή αλογουρά (σύμβολο εξουσίας των αταμάνων και τούρκων πασάδων).2. μουσικό όργανο στολισμένο με αλογουρά. -
29 герб
-а α.σύμβολο (κράτους,πόλης κλπ.). -
30 девиз
-а α.1. έμβλημα• απόφθεγγμα.2. ονομασία, τίτλος•проект под -ом „вперед" το σχέδιο με την ονομασία „εμπρός".
3. σύμβολο, οικόσημο. -
31 жетон
-а α.σήμα, σύμβολο μεταλλικό. -
32 знамение
-я ουδ. παλ.1. σημείο, σημάδι• σύμβολο.2. οιωνός, προμήνυμα.εκφρ.знамение времени – σημείο των καιρών•крстное знамение – το σημείο του σταυρού. -
33 кредо
ουδ. άκλ.1. το πιστεύω (ως σύμβολο θρησκευτικής πίστης).2. απόψεις, πεποιθήσεις, κοσμοθεωρία•политическое кредо το πολιτικό πιστεύω•
научное кредо το επιστημονικό πιστεύω.
-
34 маяк
-а α.1. φάρος•александрийский маяк ο φάρος της Αλεξάνδρειας.
2. μτφ. σύμβολο• κέντρο• μεγάλων ιδεωδών•маяк свободы φάρος της ελευθερίας•
маяк мысли, культуры κέντρο σκέψης, πολιτισμού.
-
35 молох
-
36 оливковый
επ.1. της ελιάς, ελαΐκός, ελαιώδης•-ая роща ελαιώνας, ελαιοτόπι, λιοτό-πι•
-ая косточка ελαιοπυρήνας•оливковыйое масло ελαιόλαδο•
-ая ветвь κλάδος ελιάς (σύμβολο ειρήνης).
2. ελαιόχρωμος, λαδής, χρώματος λαδί•материя -ого цвета ύφασμα λαδί.
εκφρ.- ое дерево – το ελαιόδεντρο, η ελιά. -
37 пернач
-а α. παλ.σκήπτρο• ρόπαλο (ως σύμβολο --ξ,ουσίας). -
38 плюс
-а α.1. το σϋν (+), σημείο αριθμητικό• σύμβολο θετικό.2. άνω του μηδενός (για θερμοκρασία).3. μτφ. το υπέρ, το πλεονέκτημα το θετικό, η θετική πλευρά•в этом есть свои -ы εδώ υπάρχουν και τα θετικά.
|| (για σχολικό βαθμό)• άνω, πάνω• +• получить 3 с -ом παίρνω βαθμό 3 και πάνω (μεταξύ 3 και 4). -
39 рог
-а, πλθ. рога, -ов α.1. κέρατο, κέρας•рог оленьи -а τα κέρατα του ελαφιού•
бараний -κέρατο κριαριού.
|| μτφ. καρούμπαλο στο μέτωπο (από χτύπημα).2. κόρνο, κέρας, κεράτιο καθώς και κάθε αντικείμενο από κέρατο ή κερατοειδές.3. μτφ. βραχίονας, μπράτσο•-а якоря οι βραχίονες της άγκυρας.
4. παλ. ακρωτήρι• βραχίονας ποταμού ή θάλασσας.5. πλθ. -а κέρατα (σύμβολο απάτης του συζύγου από τη σύζυγο)•он давно носит -а από καιρό η γυναίκα του του έβαλε κέρατα ή τον κερατώνει.
εκφρ.наставлять -а кому рог – α) βάζω κέρατα στον σύζυγο (τον ατζατίύ). β) βάζω κέρατα στο σύζυγο μιας παντρεμένης (είμαι εραστής της γυναίκας του)•обломать – (κλπ. συνώνυμα)•- а кому – τιθασσεύω, δαμάζω, συνετίζω, σωφρονίζω•сломить (стереть) рог кому – παλ. σπάζω την αντίσταση κάποιου, υποτάσσω•как из -а изобилия – σαν απο το κέρας της Αμάλθειας (άφθονα). -
40 терновый
επ.της αγριοδαμασκηνιάς. || του αγριοδαμάσκηνου, από αγριοδαμάσκηνο•терновый куст θάμνος αγριοδαμασκηνιάς•
-ое варенье γλυκό από αγριοδαμάσκηνα.
εκφρ.терновый венец – (γραπ. λόγος) το αγκάθινο στεφάνι του Ζριστού (σύμβολο βασάνων, παθών).
См. также в других словарях:
σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… … Dictionary of Greek
σύμβολο — το 1. μέσο με το οποίο εκφράζονται συναισθήματα ή ιδέες: Το κλαδί ελιάς είναι το σύμβολο της ειρήνης. 2. «Σύμβολο της πίστης», επίσημη διατύπωση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης με συνοπτικό τρόπο. 3. (μουσ.), σημείο που παρασταίνει ένα μουσικό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σύμβολο πίστεως — Ένα από τα γραφτά μνημεία στα οποία στηρίζεται η ιερή παράδοση της χριστιανικής Εκκλησίας. Αποτελείται από 12 άρθρα. Το «Σ.π.» ονομάζεται και «σύμβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως», γιατί τα 7 πρώτα άρθρα του θεσπίστηκαν στην A’ Οικουμενική Σύνοδο … Dictionary of Greek
σκήπτρο — Σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν αρχικά, οποιαδήποτε απλή ράβδος, που χρησίμευε σαν στήριγμα στους γέρους και τους οδοιπόρους. Σταδιακά έγινε σύμβολο της εξουσίας των βασιλιάδων και από ένα απλό ξύλινο ραβδί… … Dictionary of Greek
κηρύκειο — Σύμβολο του θεού Ερμή. Επρόκειτο για το ραβδί που κρατούσαν στα χέρια τους οι κήρυκες της αρχαιότητας, κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους. Το κ. των κηρύκων ήταν ένα ξύλο που είχε από τις δύο πλευρές δύο φίδια μπλεγμένα και αντιμέτωπα.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός … Dictionary of Greek
διάδημα — Ταινία ή στεφάνι από χρυσό ή άλλο υλικό που τη φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα. Η προέλευση του δ. είναι αβέβαιη, αλλά είναι γνωστό πως το χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι αρχαίοι Έλληνες, προσδίδοντάς του πολιτική… … Dictionary of Greek
σημαία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησαν εφημερίδες το 1871 (Αθήνα και Λευκάδα), 1875 (Ερμούπολη), 1880 (Αθήνα), 1882 (Χαλκίδα) 1885 (Βόλος), 1886 (Αθήνα), 1887 (Αθήνα) 1905 (Νέα Υόρκη), 1908 (Καβάλα), 1913 (Αθήνα, Καλαμάτα)… … Dictionary of Greek