-
1 σφουγγάρι
το губка -
2 σφουγγάρι
[сфунгари] ουσ. о. губка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σφουγγάρι
-
3 σφουγγάρι
[сфунгари] ουσ ο губка. -
4 πίνω
(αόρ. ήπια и έπιον, παθ. αόρ. (ε)πιόθηκα и επόθην) 1. αμετ.1) пить;πίνω εις υγείαν — пить за здоровье (кого-л.)' 2) выпивать (вино и т. п.);
2. μετ.1) пить;πίνω νερό — пить воду;
πίνω τό φάρμακο — принимать лекарство;
θα σού πιω το αίμα я ещё попью твоей кровушки, я тебе отомщу;2) впитывать; поглощать (тж. перен.); τό σφουγγάρι πίνει το νερό губка впитывает воду;§ πίνω τσιγάρο — курить;
ήπια το ποτήρι ως τον πάτο или επιον το ποτήριον μέχρι τρύγος я выпил (эту горькую) чашу до дна;ήπιε πολλά φαρμάκια он пережил много горя
См. также в других словарях:
σφουγγάρι — το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν νεοελλ. 1. ο σπόγγος 2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό 3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος β)… … Dictionary of Greek
σφουγγάρι — το 1. ζωόφυτο. 2. όργανο καθαρισμού: Αγόρασε ένα σφουγγάρι για τα πιάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek
σφουγγαρίζω — και διαλ. τ. σφογγαρίζω Ν [σφουγγάρι] 1. καθαρίζω επιφάνεια με σφουγγάρι 2. πλένω δάπεδο με σφουγγαρόπανο ή με σφουγγαρίστρα 3. συνεκδ. καθαρίζω επιφάνεια με οποιοδήποτε μέσο … Dictionary of Greek
άστειφτος — και άστυφτος και άστυφος, η, ο εκείνος που δεν έχει στειφτεί, που δεν τον έχουν στραγγίσει («άστειφτο λεμόνι», «άστειφτα ρούχα», «άστειφτο σφουγγάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η γραφή με ει προέρχεται από την ετυμολόγηση του τ. άστειφτος < στείβω «πατώ,… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
απομάσσω — ἀπομάσσω (AM) [μάσσω] Ι. 1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφουγγάρι 2. (στη μέτρηση σιτηρών) ισιώνω με το απόμακτρον την επιφάνεια των δημητριακών που βρίσκονται σε μετρητή χωρητικότητας 3. παίρνω αποτύπωμα II. ( ομαι) 1. αφαιρώ, αποβάλλω 2. σκουπίζω τα … Dictionary of Greek
απομαγδαλία — ἀπομαγδαλία κ. ιά, η (AM ἀπομαγδαλίς) ψίχα ψωμιού με την οποία καθάριζαν τα χέρια τους μετά το δείπνο και την έριχναν στους σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απομαγδαλιά, όπως και το μτγν. μαγδαλιά, σχηματίστηκε κατά τα αρμαλιά, φυταλιά κ.ά., ως προς το… … Dictionary of Greek
αποσμήχω — ἀποσμήχω (AM) [σμήχω] 1. καθαρίζω με σφουγγάρι 2. καθαρίζω … Dictionary of Greek
αποσφουγγίζω — (AM ἀποσπογγίζω) καθαρίζω με σφουγγάρι νεοελλ. 1. καθαρίζω κάτι μ ένα κομμάτι πανί 2. τελειώνω το καθάρισμα ή το σφουγγάρισμα … Dictionary of Greek
απόμαξις — ἀπόμαξις, η (AM) [απομάσσω] μσν. λήψη αποτυπώματος αρχ. καθάρισμα με σφουγγάρι … Dictionary of Greek