-
1 kışla
στρατόπεδο, στρατώνας -
2 camp
στρατόπεδο -
3 obozowy
στρατόπεδο -
4 лагерь
лагер||ьм1. воен. τό στρατόπεδο[ν] (тж. перен), ὁ καταυλισμός· \лагерь мира τό στρατόπεδο τής ἐΙρήνης· стоять, располагаться \лагерьем εἶμαι στρατοπεδευμένος, κατασκηνώνω, καταυλίζομαι· сниматься с \лагерья διαλύω τό στρατόπεδο· находиться во вражеском \лагерье прям., перен βρίσκομαι στό ἐχθρικό στρατόπεδο·2. (пионерский, туристический) ἡ κατασκήνωση [-ις]:пионерский \лагерь ἡ κατασκήνωση τῶν πιονέρων, ἡ πιονιέρικη κατασκήνωσή3. (концентрационный) τό στρατόπεδο συγκέντρωσης. -
5 лагерь
-я, πλθ. -и κ. -ή α.1. στρατόπεδο• καταυλισμός•лагерь для военнопленных στρατόπεδο αιχμαλώτων•
стоять -ем στρατοπεδεύω•
сняться с -я αποστρατοπεδεύω.
2. κατασκήνωση•пионерский лагерь πιονέρικη κατασκήνωση•
туристический лагерь τουριστική κατασκήνωση.
3. μτφ. κοινωνικοπολιτική ένωση, ρεύμα•лагерь мира, демократии и социализма στρατόπεδο ειρήνης, δημοκρατίας και σοσιαλισμού.
εκφρ.действовать на два -я – ενεργώ διπλοπρόσωπα. -
6 концлагерь
концлагерь м (концентрационный лагерь ) το στρατόπεδο συγκέντρωσης* * *м(концентрацио́нный ла́герь) το στρατόπεδο συγκέντρωσης -
7 лагерь
лагерь м η κατασκήνωση· το στρατόπεδο (воен.)· альпинистский \лагерь η κατασκήνωση των ορειβατών* * *мη κατασκήνωση; το στρατόπεδο (воен.)альпини́стский ла́герь — η κατασκήνωση των ορειβατών
-
8 концентрационный
концентрационныйприл:\концентрационный лагерь τό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. -
9 смерть
смерт||ьж ὁ θάνατος:естественная (насильственная) \смерть ὁ φυσικός (ό βίαιος) θάνατος· гражданская \смерть ὁ πολιτικός θάνατος· умереть \смертьью героя πεθαίνω σάν ήρωας· спаса́ть от \смертьи σώζω ἀπό τόν θάνατο· ◊ лагерь \смертьи τό στρατόπεδο τοῦ θανάτου· быть при́ \смертьи πνέω τά λοίσθια, ψυχορραγώ· быть между жизнью и \смертью εἶμαι μεταξύ ζωής κα£ θανάτου· сражаться не на жизнь, а на \смерть μάχομαι μέχρι θανάτου· на слу́чай \смертьи σέ περίπτωση θανάτου· до \смертьи надоело βαρέθηκα φοβερά. -
10 стан
стан Iм (туловище, корпус) ἡ κορ-μοστασιά, τό κορμί.стан IIм (лагерь) τό στρατόπεδο[ν].стан IIIм тех.:прокатный \стан τό ἔλαστρο[ν], ἡ ἐλασματουργός μηχανή. -
11 туристский
турист||скийприл περιηγητικός/ τουριστικός (об иностранном туризме)/ спорт. ἐκδρομικός:\туристскийский лагерь στρατόπεδο ἐκδρομέων. -
12 camp
[kæmp] 1. noun1) (a piece of ground with tents pitched on it.) κατασκήνωση2) (a collection of buildings, huts or tents in which people stay temporarily for a certain purpose: a holiday camp.) κατασκήνη, κάμπινγκ3) (a military station, barracks etc.) στρατόπεδο4) (a party or side: They belong to different political camps.) παράταξη2. verb((also go camping) to set up, and live in, a tent / tents: We camped on the beach; We go camping every year.) κατασκηνώνω- camper- camping
- camp bed
- camp-fire
- campsite -
13 концентрационный
[καντσυντρατσυόννυϊ] εκ. στρατόπεδο συγκεντρώσεως -
14 лагерь
[λάγκιρ'] ουσ. α στρατόπεδο -
15 концентрационный
[καντσυντρατσυόννυϊ] επ στρατόπεδο συγκεντρώσεως -
16 лагерь
[λάγκιρ'] ουσ α στρατόπεδο -
17 бивак
κ. бивуак, -а α.διανυκτέρευση σε στρατόπεδο• καταυλισμός, επιστάθμευση. -
18 концентрационный
επ.της συγκέντρωσης•-лигерь στρατόπεδο συγκέντρωσης.
-
19 концлагерь
-я α.στρατόπεδο συγκέντρωσης. -
20 кош
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στρατόπεδο — Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το… … Dictionary of Greek
στρατόπεδο συγκέντρωσης — Σ. του είδους ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Κούβας. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου των Μπόερς, οι Άγγλοι έκλεισαν σε σ. συγκέντρωσης τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να κάμψουν την αντίσταση των αντιπάλων τους. Στον … Dictionary of Greek
στρατόπεδο — το 1. μέρος όπου στρατοπεδεύει κάποιος: Οι εχθροί θέλησαν να καταλάβουν το στρατόπεδό μας. 2. «Στρατόπεδο συγκέντρωσης», τόπος συγκέντρωσης αιχμαλώτων ή πολιτικών αντιπάλων: Ο δικτάτορας γέμισε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με πολιτικούς αντιπάλους… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Концентрационный лагерь Хайдари — (греч. στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου) в западном пригороде Афин, функционировал с сентября 1943 года до конца сентября 1944 года, когда вермахт начал эвакуацию с территории Греции. Известен как греческая Бастилия[1]. До этого здесь… … Википедия
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
καστρήσιος — ο (AM καστρήσιος και καστρήνσιος και καστρί[ν]σιος) εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που δίνεται σε κατώτερους κληρικούς μσν. αρχ. 1. παιδί που γεννήθηκε σε στρατόπεδο, σε στρατώνα 2. ως επίθ. καστρήσιος, ον αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατόπεδο … Dictionary of Greek
Ζάξενχαουζεν — (Sachenhausen). Κωμόπολη (περ. 5.000 κάτ.) της Γερμανίας στο κρατίδιο του Βρανδεμβούργου. Βρίσκεται 34 χλμ. ΒΔ του Βερολίνου. Στο Ζ. υπήρχε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου βρίσκονταν έγκλειστοι πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι διαφόρων… … Dictionary of Greek
Μακρόνησος ή Μακρονήσι — Ακατοίκητη νησίδα (18,3 τ. χλμ.) του Αιγαίου πελάγους, στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων, η οποία βρίσκεται απέναντι από το Λαύριο. Έχει μακρόστενο σχήμα, απ’ όπου προήλθε και η ονομασία της. Στο νησί αυτό την άνοιξη του 1947 ιδρύθηκε στρατόπεδο… … Dictionary of Greek
Μαουτχάουζεν — (Mauthausen). Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Βρισκόταν κοντά στην ομώνυμη κωμόπολη της Άνω Αυστρίας. στην αριστερή όχθη του Δούναβη και σε απόσταση 30 χλμ. Α του Λιντς. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατούμενων άρχισε να λειτουργεί τον… … Dictionary of Greek
Νταχάου — (Dachau). Πόλη (25.000 κάτ.) της Γερμανίας, στη Βαυαρία. Είναι χτισμένη σε απόσταση 505 μ. στα αριστερά του ποταμού Άμπερ και 12 χλμ. από το Μόναχο. Διαθέτει βιομηχανίες τροφίμων, ηλεκτρικών ειδών, μηχανοκατασκευών, υφασμάτων, χαρτιού και μπίρας … Dictionary of Greek
Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… … Dictionary of Greek