-
21 происхождение
1. (принадлежность по рождению к какой-л. нации, народности и т.п.) η καταγωγή 2. (образование, возникновение чего-л.) η προέλευσ/ηсертификат - я см. свидетельство о - и страна - я χώρα - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > происхождение
-
22 референция
1. (отзыв, справка) η βεβαίωση 2. (справка ο кредитоспособности) το πιστοποιητικό φερεγγυότητας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > референция
-
23 свидетельство
1. (подтверждение чего-л. очевидцем или осведомлённым лицом) η απόδειξη, η μαρτυρία 2. (вещь, факт, обстоятельство, удостоверяющие что-л.) το αποδεικτικότο πιστοποιητικό3. (дача свидетельских показаний на суде) η κατάθεση 4.(присутствие при чем-л. для официального удостоверения подлинности чего-л.) η μαρτυρία 5. (освидетельствование) η πιστοποίηση 6. (удостоверение) το πιστοποι-ητικ/ό, η επιβεβαίωση, η απόδειξηвкладное (банк.) - περί ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζαдепозитное см. вкладное -долговое - фин. η ομολογία χρέουςмерительное мор. - της καταμέτρησης- об отсутствии на судне военной контрабанды η βεβαίωση ότι το μεταφερόμενο φορτίο δεν αποτελεί λαθρεμπόριο πολέμου- ζημιών- αβαρίας- о сдаче судна в тайм-чартер и приёмке из тайм-чартера - παράδοσης του πλοίου στη χρονοναύλωση και επανα-παράδοσης του πλοίου από τη χρονοναύλωσηрегистровое мор. - νηολόγησης του πλοίουсохранное - см. вкладное -страховое - см. - о страховании судовое - мор. η βεβαίωση εθνικότητας του πλοίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свидетельство
-
24 сертификат
το πιστοποιητικόвыдавать - εκδίδω το -, δίνω το -депозитный (банк.) - ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζα- о мореходности мор. - αξιοπλοΐαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сертификат
-
25 справка
1. (получаемые или сообщаемые сведения) η πληροφορία 2. (документ) το πιστοποιητικό, η βεβαίωσηтаможенная - τελωνειακό -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > справка
-
26 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
27 удостоверение
1. (документ, удостоверяющий что-л.) το πιστοποιητικό, η βεβαίωση 2. (засвидетель-ствование) η βεβαίωση, η πιστοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удостоверение
-
28 экспертиза
1. (исследование чего-л. с целью дать правильное заключение, правильную оценку чего-л.) η εμπειρογνωμοσύνη, η πραγματογνωμοσύνηокончательная - см. заключительная2. (экспертная комиссия) η επιτροπ/ή των εμπειρογνωμόνωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспертиза
-
29 аттестат
аттест||а́тм1. τό ἐνδεικτικό[ν] σχολείου:\аттестат зрелости τό ἀπολυτήριο γυμνασίου;2. воен. τό πιστοποιητικό[ν]. -
30 больиичный
больии||чныйприл νοσοκομειακός, τοῦ νοσοκομείου:\больиичныйчный лист τό πιστοποιητικό[ν] ἀσθενείας. -
31 брачный
брачн||ыйприл γαμήλιος:\брачныйое свидетельство τό πιστοποιητικό γάμου. -
32 грамота
грамот||аж1. (умение читать и писать) τά γράμματα·2. (документ) ὁ χάρτης:верительные \грамотаы дип. τά διαπιστευτήρια· охранная \грамота ист. ἡ ἀδεια, τό πιστοποιητικό· почетная \грамота τό τιμητικό δίπλωμα· похвальная \грамота ὁ ἐπαινος· ◊ филькина \грамота ирон. τιποτένιο χαρτί, πα-λιόχαρτο. -
33 документ
документм τό ἐγγραφο[ν], τό ντοκουμέντο / τό πιστοποιητικό[ν] (удостоверение):\документы (личные) τά πιστοποιητικά, τό δελτίον ταυτότητος· предъявлять \документы δείχνω τά πιστοποιητικά, δείχνω τό δελτίο ταυτότητος· оправдательный \документ τό δικαιολογητικό ἐγγραφο· секретный \документ τό μυστικό ἐγγραφο· исторический \документ τό ιστορικό ντοκουμέντο. -
34 медицинский
медицин||скийприл ἱατρικός:\медицинскийская помощь ἡ ἱατρική βοήθεια· \медицинскийское свидетельство ἡ ἱατρική γνωμάτευση, τό πιστοποιητικό γιατροῦ· \медицинскийская сестра ἡ νοσοκόμα, ἡ ἀδελφή. -
35 метрический
метрический Iприл лит. μετρικός.метрический IIприл (о системе) μετρικός.метри́ческ||ий IIIприл:\метрическийая книга τό μητρώο γεννήσεως, τό ληξιαρχικό βιβλίο· \метрическийое свидетельство τό πιστοποιητικό γεννήσεως. -
36 охранный
охранн||ыйприл προστατευτικός:\охранныйая грамота τό ἀσφάλιο[ν], τό πιστοποιητικό προστασίας. -
37 справка
справк||аж1. ἡ πληροφορία:наводить \справкай о ко́м-л. ζητώ πληροφορίες γιά κάποιον·2. (документ) τό πιστοποιητικό^!, ἡ βεβαίωση [-ις]. -
38 метрика
[μιέτρικα] ουσ. θ. το πιστοποιητικό γεννήσεως -
39 удостоверение
[ουντασταβιριένιιε] ουσ. ο. βεβαίωση, πιστοποιητικό -
40 метрика
[μιέτρικα] ουσ θ το πιστοποιητικό γεννήσεως
См. также в других словарях:
πιστοποιητικό — το, Ν 1. (νομ.) ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο βεβαιωτικό πραγματικού ή νομικού γεγονότος το οποίο συνδέεται με ορισμένη έννομη συνέπεια (α. «πιστοποιητικό υγείας» β. «πιστοποιητικό καταλληλότητος πλοίου» γ. «πιστοποιητικό γάμου» 2. φρ.… … Dictionary of Greek
πιστοποιητικό — το επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει κάτι: Πιστοποιητικό σπουδών, γάμου κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Marco común europeo de referencia para las lenguas — El Marco común europeo de referencia para las lenguas: aprendizaje, enseñanza y evaluación (MCERL)[1] es un estándar que pretende servir de patrón internacional para medir el nivel de comprensión y expresión orales y escritas en una lengua. El… … Wikipedia Español
πιστοποιητικός — ή, ό / πιστοποιητικός, ή, όν, ΝΑ [πιστοποιώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιστοποίηση ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πιστοποιητικό βλ. πιστοποιητικό … Dictionary of Greek
φορτωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη φόρτωση 2. το θηλ. ως ουσ. η φορτωτική έγγραφο που αποδεικνύει τη φόρτωση και μεταφορά εμπορευμάτων και περιέχει λεπτομερή κατάσταση τού συνόλου τους 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φορτωτικά η… … Dictionary of Greek
αποφοιτήριο — το πιστοποιητικό στο οποίο αναγράφεται η χρονική διάρκεια της φοίτησης σπουδαστή, η επίδοση του και ο χρόνος αποφοίτησης … Dictionary of Greek
βαφτιστικός — και βαπτιστικός, ή, ό (Μ βαπτιστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στη βάφτιση ή έχει σχέση με το βάφτισμα («το βαφτιστικό όνομα», «βαφτιστικά ρούχα») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο βαφτισιμιός, ο αναδεκτός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βαφτιστικό,… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
βιβλιάριο — το (AM βιβλιάριον) νεοελλ. πιστοποιητικό σε σχήμα μικρού βιβλίου με το όνομα, τα λοιπά στοιχεία και τη φωτογραφία του κατόχου («βιβλιάριο υγείας», «... νοσηλείας», «εκλογικό...» «... ασφάλισης» κ.λπ. || αρχ. μσν. χειρόγραφο τεύχος … Dictionary of Greek
διαβατήριο — Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek