Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+περιοδικό

  • 41 помещение

    ουδ.
    1. τοποθέτηση• εγκατάσταση.
    2. καταχώρηση, δημοσίευση (σε εφημερίδα, περιοδικό).
    3. κατάθεση χρημάτων.
    4. χώρος κλειστός, αίθουσα κ.τ.τ. жилое помещение κατοικία•

    караульное помещение σκοπιά• φυλάκιο.

    Большой русско-греческий словарь > помещение

  • 42 сатирический

    επ.
    σατιρικός•

    -ие произве-денин σατιρικά έργα•

    сатирический журнал σατιρικό περιοδικό.

    || γελοίος•

    сатирический вид γελοία όψη.

    Большой русско-греческий словарь > сатирический

  • 43 славянофильский

    επ.
    σλαβόφιλος•

    славянофильский журнал σλαβόφιλο περιοδικό.

    Большой русско-греческий словарь > славянофильский

  • 44 снять

    сниму, снимешь, παρλθ. χρ. снял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. снятый βρ: снят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, φτάνω•

    снять книгу с полки παίρνω το βιβλίο από το ράφι•

    пальто с вещалки παίρνω το πανωφόρι από την κρεμάστρα.

    || βγάζω, αφαιρώ•

    снять паутину со стен παίρνω την αράχνη (ιστό) από τον τοίχο•

    снять чайник с огня βγάζω το τσαγιερό από τη φωτιά•

    снять пальто βγάζω το πανωφόρι•

    снять пену παίρνω τον αφρό, ξαφρίζω•

    снять туфли βγάζω τα παπούτσια•

    снять грим βγάζω το μακιγιάζ•

    шкуру γδέρνω.

    2. αίρω• λύνω• παύω, σταματώ•

    снять блокаду αίρω τον αποκλεισμό•

    снять осаду λύνω την πολιορκία•

    снять арест с имущества αϊ-ι ρω την κατάσχεση της περιουσίας•

    снять запрещение (запрет) αίρω την απαγόρευση.

    || απαλλάσσω• απελευθερώνω, λυτρώνω•

    снять выговор απαλλάσσω από την ποί,νή,

    3. μαζεύω, συγκεντρώνω• συγκομίζω•

    снять урожай μαζεύω τη σοδειά•

    снять яблоки в саду μαζεύω τα μήλα στον κήπο.

    4. (στρατ.) ανακαλώ• απομακρύνω από το πόστο ή την τοποθεσία. || εξουδετερώνω, φο-
    νεύω• παίρνω•

    снять его очередью τον παίρνω με τη ριπή.

    5. διώχνω, κατεβάζω•

    снять безбилетного пассажира κατεβάζω το λαθρεπιβάτη.

    6. απολύω, παύω• απομακρύνω•

    снять с работы απολύω από τη δουλειά.

    7. αποσύρω•

    снять своё предложение αποσύρω την πρόταση μου.

    8. μεταφέρω, βγάζω ακριβώς•

    снять копию βγάζω αντίγραφο•

    фасон с журнала βγάζω σχέδιο από το περιοδικό.

    9. τραβώ, φωτογραφίζω•

    снять кинокартину τραβώ κινηματογραφική ταινία•

    снять детей в фотографии φωτογραφίζω τα παιδιά.• снять во весь рост φωτογραφίζω ολόκληρον.

    10. μισθώνω, (ε)-νοικιάζω•

    снять дачу νοικιάζω έπαυλη.

    11. (χαρτπ.) κόβω τα χαρτιά (για μοίρασμα).
    εκφρ.
    голову – α) θα σου πάρω το κεφάλι (απειλή), β) φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση•
    снять допрос (ή показания) – ανακρίνω, παίρνω ανακρίσεις•снять мр-ку παίρνω τα μέτρα (διαστάσεων, μεγέθους)•
    снять подряд на чтоβλ. подрядиться• снять швы βγάζω τις κλωστές (από τη ραμμένη πληγή)•
    снять с учта – διαγράφω, ξεγράφω• σβήνω από τα χαρτιά•
    как рукой -ло – πέρασε μονομιάς (γιαπόνο, κούραση κ.τ.τ.)• снять с себя ответственность απαλλάσσομαι της ευθύνης.
    1. βγαίνω, εξέρχομαι, αποσπώμαι•

    топор -лся с топорища το τσεκούρι βγήκε από το στειλώρι.

    2. εξαφανίζομαι, χάνομαι• φεύγω.
    3. αφαιρούμαι, απαλείφομαι•

    грим легко -лся το μακιγιάζ εύκολα βγήκε.

    4. αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι• απαγκιστρώνομαι.
    5. απέρχομαι, αφήνω, εγκαταλείπω.
    6. πηγαίνω, κατευθύνομαι.
    7. φωτογραφίζομαι.
    εκφρ.
    снять с учта – διαγράφομαι, ξεγράφομαι, σβήνομαι από τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > снять

  • 45 трёхрублёвый

    επ.
    αξίας τριών ρουβλιών•

    -ая бумага χαρτονόμισμα τριών ρουβλιών•

    трёхрублёвый журнал περιοδικό αξίας τριών ρουβλιών.

    Большой русско-греческий словарь > трёхрублёвый

  • 46 фолио

    ουδ. άκλ.
    βιβλίο ή περιοδικό σχήματος ολόκληρου φύλλου ή μισού. || (λογιστ.) σελίδα κατάστιχου.

    Большой русско-греческий словарь > фолио

См. также в других словарях:

  • Περιοδικό μας — (το). Τίτλος δεκαπενθήμερου φιλολογικού και καλλιτεχνικού περιοδικού (1900 1902). Ιδρύθηκε από το Γ. Βώκο με έδρα τον Πειραιά. Το περιοδικό αυτό υπήρξε, στην εποχή του, ένα από τα αξιολογότερα του είδους …   Dictionary of Greek

  • περιοδικό — το έντυπο που κυκλοφορεί κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα: Λογοτεχνικό περιοδικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελληνομνήμων ή Σύμμικτα Ελληνικά — Περιοδικό ιστορικού περιεχομένου που εξέδιδε στην Αθήνα από το 1843 έως το 1853 ο X. Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς. Στη συντακτική του ομάδα ανήκε ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Το περιοδικό περιείχε μελέτες που αφορούσαν κυρίως τη νεότερη ελληνική ιστορία.… …   Dictionary of Greek

  • Αττικόν Ημερολόγιον — Περιοδικό που ίδρυσε ο Ειρηναίος Ασώπιος το 1867. Η έκδοσή του συνεχίστηκε έως το 1896. Στο περιοδικό αυτό πρωτοδημοσίευσε κείμενό του στην Αθήνα ο Κ. Παλαμάς (1875) …   Dictionary of Greek

  • Εκκλησιαστικός Φάρος — Περιοδικό του πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Ιδρύθηκε το 1908 και εξακολούθησε να εκδίδεται τακτικά έως το 1951. Από το 1961 και μετά, και κυρίως από το 1969, εκδόθηκαν μερικά τεύχη του, σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα. Πρώτος διευθυντής του… …   Dictionary of Greek

  • Αρχείον Πόντου — Περιοδικό στο οποίο καταχωρήθηκαν μελέτες ιστορικού, φιλολογικού, λαογραφικού και γλωσσικού περιεχομένου, που αναφέρονταν στον ελληνισμό του Πόντου (1928 42). Τη διεύθυνσή του είχε αναλάβει επιτροπή με επικεφαλής τον κατοπινό αρχιεπίσκοπο Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Θρακικά — Περιοδικό (1928 44), στο οποίο καταχωρήθηκαν αξιόλογα λαογραφικά, ιστορικά και γλωσσολογικά άρθρα σχετικά με τη Θράκη …   Dictionary of Greek

  • Ιωνική Μέλισσα — Περιοδικό της Σμύρνης που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1850 από τον Α. Πατρίκιο με φιλολογική και εγκυκλοπαιδική ύλη. Κυριότεροι συνεργάτες του ήταν ο λόγιος Ικέσιος Λάτρης και οι Θ. Τιμαγένης και Ν. Κατρέβας. Η έκδοσή του διακόπηκε τον Αύγουστο του …   Dictionary of Greek

  • περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»