Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το+περιεχόμενο

  • 61 пересказать

    -скажу, -скажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    διηγούμαι, αφηγούμαι•

    пересказать содержание произведения διηγούμαι το περιεχόμενο του έργου.

    || διηγούμαι (όλα, πολλά).

    Большой русско-греческий словарь > пересказать

  • 62 полбутылки

    θ. μισό μποκάλι (για περιεχόμενο)•

    полбутылки водки μισό μποκάλι βότκα.

    Большой русско-греческий словарь > полбутылки

  • 63 понятие

    ουδ.
    1. έννοια• νόημα•

    содержание -я το περιεχόμενο του νοήματος ή της έννοιας•

    понятие прибавочной стоимости η έννοια της υπεραξίας.

    2. ιδέα, γνώση•

    когда он приедет?— -я не имею πότε αυτός θα έρθει; — ιδέα δεν έχω, καθόλου δεν ξέρω.

    || αντίληψη•

    -я и предрассудки αντιλήψεις και προλήψεις•

    применяться к -ям слушателей παίρνω υπόψη το επίπεδο αντίληψης του ακροατηρίου.

    || γνώμη. || διάνοια, νους, ικανότητα διανοητική.
    εκφρ.
    дать понятие – δίνω να καταλάβει.

    Большой русско-греческий словарь > понятие

  • 64 потрошить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. потрошённый
    ρ.δ.μ.
    ξεκοιλιάζω. || μτφ. βγάζω το περιεχόμενο.
    ξεκοιλιάζομαι, καθαρίζομαι από τα εντόσθια.

    Большой русско-греческий словарь > потрошить

  • 65 праздный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. παλ. κενός, άδειος•

    занимать -ое место πιάνω κενή θέση.

    2. αργόσχολος, χασομέρης• τεμπέλικος, φυγόπονος, οκνός, οκνηρός•

    -ая жизнь τεμπέλικη ζωή.

    3. μτφ. χωρίς περιεχόμενο•

    разговор τεμπελοκουβέντα, αερολογία, κούφια λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > праздный

  • 66 пустопорожний

    επ.
    κενός, άχτιστος•

    -ое место άχτιστο μέρος (χώρος).

    || μτφ. κενός περιεχομένου, χωρίς περιεχόμενο•

    -ая фраза κούφια φράση.

    Большой русско-греческий словарь > пустопорожний

  • 67 развить

    разовью, разовьшь, παρλθ. χρ. развил
    -ла, -ло, προστκ. развей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. развитый, βρ: -вит, -а, -о κ. развит
    -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω, ξεστριβω, ξεκλώθω• ξεπλέκω•

    развить вервку ξεπλέκω (ξεκλώθω) την τριχιά.

    2. αναπτύσσω, προάγω, καλλιεργώ•

    развить голос καλλιεργώ τη φωνή•

    развить память αναπτύσσω τη μνήμη•

    развить интерес к музыке αναπτύσσω το ενδιαφέρο για τη μουσική.

    3. Λνΐ,αινω, μεγαλώνω•

    развить машиностроение αναπτύσσω τη μηχανοκατασκευή•

    развить творческую деятельность αναπτύσσω τη δημιουργική δραστηριότητα•

    развить скорость αναπτύσσω ταχύτητα.

    4. μορφώνω, ανεβάζω το πνευματικό, πολιτιστικό επίπεδο• εκσυγχρονίζω.
    5. προάγω, βαθαίνω, πλαταίνω, δίνω βάθος (στο περιεχόμενο).
    1. ξετυλίγομαι, ξεστρίβομαι, ξε-κλώθομαι• ξεπλέκομαι.
    2. αναπτύσσομαι• μεγαλώνω, αυξαίνομαι, μεγενθύνομαι• ωριμάζω•
    3. μορφώνομαι, εξελίσσομαι, εκπολιτ ίζομαι εκ-συγχρον ίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > развить

  • 68 рассказывать

    ρ.δ.
    βλ. рассказать.
    διηγούμαι, έχω ως περιεχόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > рассказывать

  • 69 смысл

    -а (-у) α.
    1. παλ. ο νους• το λογικό.
    2. έννοια, νόημα• σημασία•

    смысл слова η έννοια της λέξης•

    смысл событий το νοημάτων γεγονότων•

    прямой смысл слова η κυρ ιολεξια της λέξης•

    переносный смысл слова η μεταφορική σημασία της λέξης•

    придать смысл προσδίδω έννοια ή νόημα ή σημασία•

    в широком -е слова με την πλατιά σημασία της λέξης•

    в буквальном -е слова με την κυριολεξία της λέξης.

    3. λογική βάση, περιεχόμενο• σκοπός•

    в чём смысл этой затеи? ποιος ο σκοπός αυτής της πρόθεσης; || ωφέλεια, όφελος.

    εκφρ.
    здравый смысл – ο κοινός νους•
    в -е чего ή в каком -е – σχετικά, όσον αφορά•
    в -е кого-чего – με τη σημασία, υπονοώντας•
    в полном -е слова – με όλη τη σημασία της λέξης.

    Большой русско-греческий словарь > смысл

  • 70 содержательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    πολύ περιεκτικός, πλούσιος σε περιεχόμενο•

    содержательный доклад περιεκτική εισήγηση•

    -ая книга πολύ περιεκτικό βιβλίο.

    Большой русско-греческий словарь > содержательный

  • 71 уклон

    α.
    1. επικλινές μέρος, πλαγιά• κατωφέρεια• κατήφορος•

    катиться под -ом κυλιέμαι στον κατήφορο.

    2. κλίση, γέρμα•

    уклон мачты η κλίση του καταρτιού•

    уклон столба η κλίση του στύλου.

    3. απόκλιση•

    уклон в ту и другую сторону κλίση προς τη μιά και την άλλη πλευρά.

    4. μτφ. παρέκκλιση, απομάκρυνση (από τα καθιερωμένα)•

    правый уклон δεξιά παρέκκλιση•

    левый уклон αριστερή παρέκκλιση•

    борьба с -ами в партии πάλη ενάντια στις παρεκκλίσεις στο κόμμα.

    5. μτφ. τάση, κλίση• κατεύθυνση• προορισμός•

    спортивные игры с военным -ом αθλοπαιδιές με περιεχόμενο στρατιωτικής εκπαίδευσης.

    εκφρ.
    под уклон идти ή направиться – πηγαίνω τον κατήφορο, κατηφορίζω.

    Большой русско-греческий словарь > уклон

  • 72 фабула

    θ. (φιλγ.) μύθος, πλοκή έργου• περιεχόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > фабула

  • 73 фляжный

    επ.
    της φιάλης•

    -ая пробка βούλωμα φιάλης•

    -ое молоко γάλα από φιάλη (περιεχόμενο σε φιάλη).

    Большой русско-греческий словарь > фляжный

  • 74 форма

    θ.
    1. μορφή, σχήμα•

    земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•

    форма куба σχήμα κύβου•

    придать -у προσδίδω μορφή.

    || πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.
    2. είδος, τύπος•

    форма правления μορφή διοίκησης•

    -ы стоимости μορφές αξίας•

    -ы энергии μορφές ενέργειας•

    острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•

    форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.

    4. εμφάνιση•

    по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.

    || βλ. жанр.
    5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.
    6. στολή•

    парадная форма στολή παρέλασης•

    военная форма στρατιωτική στολή.

    7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•

    форма заявления υπόδειγμα αίτησης•

    форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.

    8. (γλωσ.) μορφή•

    неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•

    личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•

    падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.

    9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.
    εκφρ.
    - ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•
    - ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•
    в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•
    по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > форма

  • 75 фраза

    θ.
    1. φράση• πρόταση•

    длинные -ы μακριές φράσεις•

    писать короткими -ами γράφω με σύντομες (μικρές) φράσεις•

    ходячая фраза εύχρηστη φράση•

    избитая фраза τετριμμένη φράση•

    пустая фраза φράση κενή (χωρίς περιεχόμενο)•

    пышная фраза πομπώδης φράση.

    2. μουσικό τμήμα,κομμάτι•

    -ы симфонии κομμάτια συμφωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > фраза

  • 76 фразеология

    θ.
    φρασεολογία. || φράσεις ωραίες και χωρίς περιεχόμενο, κούφια λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > фразеология

  • 77 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

  • 78 içermek

    κάλυψη, περιεχόμενο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > içermek

  • 79 ihtiva

    κάλυψη, περιεχόμενο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ihtiva

См. также в других словарях:

  • περιεχόμενο — το αυτό που είναι μέσα σε κάτι, αυτό που περικλείνεται μέσα σε κλειστό χώρο ή πράγμα: Άδειασε όλο το περιεχόμενο του βαρελιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιεχόμενο — το / περιεχόμενον ΝΜΑ βλ. περιέχω …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

  • φορμαλισμός — Ηθική κατά την οποία, όπως και σε εκείνη του Καντ, η θέληση επιβάλλει στον εαυτό της μια αρχή ενέργειας, που έχει αξία, όχι για το περιεχόμενό της, όπως π.χ. η ιδέα του καλού, αλλά για τη μορφή της. Φ. είναι και σύστημα μεταφυσικής, που εξηγεί τη …   Dictionary of Greek

  • όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»