-
1 περιβάλλον
(-οντος) τό среда, окружение;στενόν περιβάλλον — а) тесный семейный круг; — б) тесный круг друзей
-
2 περιβάλλον
περιβάλλωthrow round: pres part act masc voc sgπεριβάλλωthrow round: pres part act neut nom /voc /acc sg -
3 περιβάλλον
[пэриваллон] ουσ. о. окружение, среда,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιβάλλον
-
4 περιβάλλον
[пэриваллон] ουσ ο окружение, среда. -
5 περιβάλλον
животната cрединаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > περιβάλλον
-
6 περιβάλλον
çevre, ortam -
7 περιβάλλον
1) alentours2) environnement -
8 περιβάλλον
1) okolica (f) rzecz.2) otoczenie (n) rzecz.3) środowisko (n) rzecz. -
9 περιβάλλον
1) okolí2) okolnosti3) prostředí -
10 περιβάλλον
1) environment2) setting3) surroundingsΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > περιβάλλον
-
11 çevre
περιβάλλον, περίχωρα -
12 etraf
περιβαλλον, περίχωρα, τα πέριξ -
13 muhit
περιβάλλον, γειτονιά -
14 environnement
περιβάλλον -
15 environment
περιβάλλον -
16 setting
περιβάλλον -
17 środowisko
περιβάλλον -
18 среда
I среда Ι ж (окружение) το περιβάλλον ο κύκλος (φίλων, γνωστών); окружающая \среда το περιβάλλον защита окружающей \средаы η προστασία του περιβάλλοντος II среда II ж (день недели ) η Τετάρτη- в среду την Τετάρτη; каждую среду κάθε Τετάρτη; по \средаам τις Τετάρτες* * *I ж( окружение) το περιβάλλον; ο κύκλος (φίλων, γνωστών)окружа́ющая среда́ — το περιβάλλον
II жзащи́та окружа́ющей среды́ — η προστασία του περιβάλλοντος
( день недели) η Τετάρτηв сре́ду — την Τετάρτη
ка́ждую сре́ду — κάθε Τετάρτη
по среда́м — τις Τετάρτες
-
19 окружение
-я ουδ.1. περικύκλωση• περίγυρος περιβάλλον•географическое окружение γεωγραφικό (φυσικό) περιβάλλον•
капиталистическое окружение καπιταλιστική περικύκλωση.
2. κοινωνικό περιβάλλον κύκλος•литературное окружение το λογοτεχνικό περιβάλλον.
3. τα περίχωρα, τα πέριξ;4. πολιορκία, περικύκλωση•попасть в окружение πέφτω στον κλοιό•
выходить из -я βγαίνω από τον κλοιό.
εκφρ.в -и – περιβαλλόμενος, περι-στοιχιζόμενος, συνοδευόμενος. -
20 среда
среда 1-ы, αιτ. среду, πλθ. среды, θ.1. ύλη, σώματα• σφαίρα•питательная среда θρεπτικές ύλες.
2. το περιβάλλον οι συνθήκες•географическая среда γεωγραφικό περιβάλλον.
|| κύκλος•литературная среда λογοτεχνικός κύκλος•
рабочая среда εργατικό περιβάλλον•
в -е учащихся στο μαθητικό περιβάλλον.
среда 2-ы, αιτ. среду, πλθ. среды, δοτ. -ам θ. η Τετάρτη (μέρα της εβδομάδας).
См. также в других словарях:
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
περιβάλλον — το όλα όσα μας τριγυρίζουν, το περίγυρο: Το κοινωνικό, το οικογενειακό περιβάλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιβάλλον — περιβάλλω throw round pres part act masc voc sg περιβάλλω throw round pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… … Dictionary of Greek
αστικό περιβάλλον — Βλ. λ. αστική οικολογία … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek