-
61 связь
-и, προθτ. о связи, в связиκ. в связи θ.1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•
торговые связи εμπορικές σχέσεις•
хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•
αλληλοσύνδεση•установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•
причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•
взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•
логическая связь λογική σχέση.
|| αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.
2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•нравственная связь ηθικός δεσμός•
она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•
поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•
прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•
дружеская связь φιλικός δεσμός•
пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).
3. επικοινωνία•телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•
средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•
связь с городом επικοινωνία με την πόλη.
4. ένωση, κόλλημα•связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.
5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.εκφρ.в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•в -й – με την ευκαιρία. -
62 филиал
-а α.υποκατάστημα, παράρτημα. -
63 флигель
-я, πλθ. -я κ. -и α. πτέρυγα κτιρίου. || παράρτημα κτιρίου. -
64 ek
(kalinti)συμπλήρωμα (bolum) παράρτημα -
65 appendice
1) παράρτημα2) απόφυση -
66 supplément
1) παράρτημα2) πρόσθετο -
67 přídavek
1) επίδομα2) παράρτημα -
68 příloha
1) παράρτημα2) συνοδεία -
69 appendix
1) παράρτημα2) προσάρτημα -
70 dodatek
1) επίδομα2) παράρτημα3) πρόσθετο
См. также в других словарях:
παράρτημα — anything hanging at the side neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράρτημα — ατος, το, ΝΑ [παραρτώ] καθετί που είναι προσαρτημένο σε κάτι, προσάρτημα νεοελλ. 1. ο, τιδήποτε αποτελεί προσθήκη, συμπλήρωμα σε κάτι, εξάρτημα (α. «παράρτημα σχολής» β. «παράρτημα εγκυκλοπαιδικού λεξικού») 2. φρ. «παράρτημα εφημερίδας» έκτακτη… … Dictionary of Greek
παράρτημα — το, ατος 1. εξάρτημα, προσθήκη: Στο παράρτημα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως δημοσιεύτηκε η απόφαση. 2. έκτακτη έκδοση εφημερίδας: Για το συνταραχτικό νέο κυκλοφόρησε παράρτημα των εφημερίδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραρτήμασιν — παράρτημα anything hanging at the side neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραρτήματα — παράρτημα anything hanging at the side neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως — Όργανο των επίσημων δημοσιεύσεων του κράτους, το οποίο εκδίδεται από το 1833. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 2 1833 της Βαυαρικής Αντιβασιλείας. Από το 1896 υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών (προηγουμένως εξαρτιόταν από το υπουργείο… … Dictionary of Greek
Dionysis Savvopoulos — Dionysis Savvopoulos, 2007. Dionysis Savvopoulos (Greek: Διονύσης Σαββόπουλος) (born 2 December 1944) is a Greek music composer, lyricist and singer.[1] He was born in Thessaloniki. In 1963 he moved to … Wikipedia
Dionysis Savvopoulos — (2007) Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος, * 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile. Einerseits verbinde … Deutsch Wikipedia
Savvopoulos — Dionysis Savvopoulos Dionysis Savvopoulos (griechisch Διονύσης Σαββόπουλος); (* 2. Dezember 1944 in Thessaloniki) ist ein griechischer Komponist, Musiker und Sänger. Savvopoulos ist bekannt für das Verbinden unterschiedlicher Musikstile.… … Deutsch Wikipedia
Септуагинта — Септуагинта: фрагмент текста книги Есфири из Синайского кодекса … Википедия
Meister der Demetrius-Kirche in Saloniki — Meister der Demetrius Kirche in Saloniki: Hl. Demetrius und Stifter (Bischof und Statthalter von Saloniki), Fresko in der Demetrius Kirche in Saloniki, 6./7. Jahrhundert, Graeco byzantinische Werkstatt … Deutsch Wikipedia