-
21 минерал
минералм τό ὀρυκτό[ν]. -
22 природный
природ||ныйприл1. φυσικός:\природныйные богатства ὁ φυσικός πλοῦτος· \природныйный газ τό ὁρυκτό ἀέριο·2. (врожденный) ἔμφυτος:\природныйный ум ἡ ἔμφυτη ἐξυπνάδα -
23 руда
руд||аж τό μετάλλευμα, τό ὀρυκτό[ν]:медная \руда τό μετάλλευμα χαλκοῦ, ἡ χαλ-κίτις· железная \руда τό σιδηρομετάλλευμα· залежи \рудаώ κοιτάσματα ὁρυκτών, μεταλλευτικά κοιτάσματα. -
24 рудниковый
рудн||иковый, рудни́чныйприл μεταλλευτικός, τῶν μεταλλείων:\рудниковыйи́чный газ τό ὁρυκτό ἀέριο, τό ἐΟφλεκτο ἀέριο[ν] ἀνθρακωρυχείου. -
25 рудничный
рудн||иковый, рудни́чныйприл μεταλλευτικός, τῶν μεταλλείων:\рудничныйи́чный газ τό ὁρυκτό ἀέριο, τό ἐΟφλεκτο ἀέριο[ν] ἀνθρακωρυχείου. -
26 mineral
['minərəl](a substance (metals, gems, coal, salt etc) found naturally in the earth and mined: What minerals are mined in that country?; ( also adjective) mineral ores.) ορυκτό μετάλλευμα/ορυκτός -
27 минерал
[μινιράλ] ουσ. α ορυκτό -
28 минерал
[μινιράλ] ουσ α ορυκτό -
29 апатит
-а α.ο απατίτης, φωσφορίτης (ορυκτό). -
30 апатитовый
επ.του απατίτη•-ая руда ορυκτό απατίτη.
-
31 барит
-а α.βαρίτης (ορυκτό). -
32 гнейс
-а α.γνεύσιος (ορυκτό). -
33 горный
επ.1. ορεινός, βουνίσιος•-ое озеро ορεινή λίμνη•
-ая цепь οροσειρά•
горный воздух βουνίσιος αέρας•
-ая страна ορεινή χώρα•
-ая артиллерия ορειβατικό πυροβολικό.
2. ορυκτός•-ые богатства ορεινός πλούτος.
3. μεταλλευτικός, των μεταλλείων•-ое дело μεταλλειολογία•
горный инженер μεταλλειολόγος• μηχανικός μεταλλείων•
-ая порода πέτρωμα•
горный хрусталь ορυκτό κρύσταλλο.
εκφρ.горный лен – ο αμίαντος. -
34 каломель
-и θ.καλομέλας, καλομέλανο (ορυκτό). -
35 каменный
επ.1. πέτρινος, λίθινος•-ые плиты πέτρινες πλάκες•
каменный дом λιθόκτιστο σπίτι•
-ая гора πετροβούνι, βραχοβούνι•
каменный мост πέτρινο γεφύρι•
каменный уголь πετροκάρβουνο, λιθάνθρακας.
2. μτφ. ακίνητος, άψυχος•-ое лицо άψυχο (χωρίς ζωντάνια) πρόσωπο.
3. μτφ. άκαρδος, άσπλαχνος, ασυγκίνητος,αναίσθητος, αδιάφορος•-ое сердце πέτρινη καρδιά.
4. μτφ. ακλόνητος, σταθερός.εκφρ.каменный дрозд – πετροκάσυφας•- ая соль – ορυκτό αλάτι•- ая баба – αρχαίο πέτρινο είδωλο•- ая болезнь – παλ. λιθίαση (νόσος)•каменный век – η λίθινη εποχή•каменный мешок – αδιαχώρητο κελί• φυλακή, μπουντρούμι. -
36 кварцит
-а α.χαλαζίνης (ορυκτό). -
37 ломать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ. μ.1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•ломать камни σπάζω πέτρες•
ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.
|| κατεδαφίζω, γκρεμίζω•ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•
ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.
2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.3. συντρίβω, θρυμματίζω•-каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.
4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.
|| αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•
ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.
|| καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•
он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.
5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•
-ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.
7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.εκφρ.- голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.2. αλλάζω•голос -ется η φωνή αλλάζει.
3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι. -
38 минерал
-а α.ορυκτό, μετάλλευμα, γη μεταλλίτιδα. -
39 нефелин
-а α.ο νεφελίνης, το νεφελιωτό, ελαιόλιθος (ορυκτό). -
40 нефрит
См. также в других словарях:
ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… … Dictionary of Greek
ορυκτό άλευρο ή γη διατόμων — Ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από πυριτικά λείψανα διατόμων γλυκών νερών. Το σχήμα των φυκών αυτών ποικίλλει· στο μικροσκόπιο τα κελύφη τους φαίνονται συνήθως σαν μικρές, κενές, διάτρητες θήκες· γι’ αυτό το ορυκτό άλευρο είναι ένα… … Dictionary of Greek
ορυκτό — το σώμα ανόργανο με ορισμένη χημική σύσταση στην επιφάνεια ή τα βάθη της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άλας, ορυκτό — Βλ. λ. αλάτι … Dictionary of Greek
εύκλαστο — Ορυκτό ένυδρο πυριτικό άλας αργιλίου και βηρυλλίου, με χημικό τύπο: BeΑlSiO4(OH). Είναι πολύ σπάνιο ορυκτό και σχηματίζεται σε πυριγενή και μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σε γρανιτικούς πηγματίτες και μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους. Κρυσταλλώνεται… … Dictionary of Greek
θομσωνίτης — Ορυκτό πυριτικό, του τύπου NaCa2Al5Si5O20 · 6H2O. Το ορυκτό αυτό κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του ρομβικού συστήματος και βρίσκεται κατά αδένες και συστάδες καθώς και με τη μορφή δίδυμων κρυστάλλων. Ανήκει στην ομάδα των ζεόλιθων και, εκτός από… … Dictionary of Greek
κερνίτης — Ορυκτό, που αποτελείται από τα στοιχεία νάτριο, βόριο, οξυγόνο και υδρογόνο, με χημικό τύπο Na2B4O6(OH)2.3H2O. O κ. κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και παρά τη σπανιότητά του ήταν παλαιότερα μία από τις κύριες πηγές του βόρακα και άλλων… … Dictionary of Greek
γαληνίτης — Ορυκτό που η χημική του σύσταση καθορίζεται ως θειούχος ένωση του μολύβδου (PbS). Αποτελεί ένα από τα 300 και πλέον μέλη της ομάδας των θειούχων ορυκτών. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα (ολοεδρία), σε κρυστάλλους καλά διαπλασμένους, με μορφή… … Dictionary of Greek
αλβίτης — Ορυκτό με ανοιχτό χρώμα, που ορίζεται χημικά ως πυριτικό άλας του αργιλίου και νατρίου· ο χημικός του τύπος είναι NaAl Si3O8. Αποτελεί τον πιο όξινο τύπο και συνεπώς το πιο πλούσιο σε πυρίτιο ορυκτό της σειράς των πλαγιοκλάστων (που είναι… … Dictionary of Greek
αυγίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του τύπου (Ca, Mg, Fe, Αl)2 (ΑΙ, Si)2 Ο6, που ανήκει στην ομάδα των πυροξένων. Σχηματίζει κοντούς πρισματικούς κρυστάλλους κατά το μονοκλινές σύστημα. Έχει σκληρότητα 6 βαθμών στην κλίμακα Μος, ειδικό βάρος 3,4 gr/cm3 και… … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek