-
1 bâtisse
οικοδόμημα -
2 здание
здание с το χτίριο, το οικοδόμημα, η οικοδομή жилое \здание η κατοικία* * *сτο χτίριο, το οικοδόμημα, η οικοδομήжило́е зда́ние — η κατοικία
-
3 новостройка
новостройка ж 1) το οικοδόμημα, το χτίριο, η οικοδομή 2) (строительство) η οικοδομή* * *ж1) το οικοδόμημα, το χτίριο, η οικοδομή2) ( строительство) η οικοδομή -
4 здание
-я ουδ.κτίριο, οικοδόμημα• ίδρυμα•новое здание καινούριο κτίριο•
общественное, здание κοινωνικό ίδρυμα•
каменное здание λιθόκτιστο οικοδόμημα.
-
5 постройка
1. (действие) η οικοδόμηση, η κατασκευή 2. (строение, здание) η οικοδομή, το οικοδόμημα, το κτήριο, το κατασκεύασμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > постройка
-
6 сооружение
1. (процесс) η κατασκευή, η ανέγερση 2. (строение, постройка) το οικοδόμημα 3. (объект) η εγκατάστασ/η, το έργοоградительное - гидр. о κυματοθραύστηςскладские - я οι αποθήκες, фортификационное - το οχυρωματικό έργοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сооружение
-
7 строение
1. (сооружение) το οικοδόμημα 2. (здание) το κτήριο 3. (структура) η δομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > строение
-
8 четверик
1. (старая русская мера объёма сыпучих веществ) το παλαιό ρωσικό μέτρο χωρητικότητας που ισούται με 2,623 τετραγωνικά μέτρα 2. (в деревянном зодчестве) η ξύλινη κατασκευή/οικοδόμημα με τέσσερις έδρες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > четверик
-
9 достройка
достройкаж ἡ ἀποπεράτωση οἰκοδομήματος / τό συμπληρωματικό χτίσιμο, τό συμπληρωματικό οἰκοδόμημα (дополнительная). -
10 монументальный
монумент||а́льныйприл в разн. знач. μνημειώδης:ильная постройка μνημειώδες οίκοδόμημα· \монументальный->льный труд τό μνημειώδες ἔργον. -
11 новостройка
новостройкаж1. (строительство) ἡ νέα οίκοδομή, τό γιαπί·2. (новое здание) τό νέο χτίριο, τό νέον οίκοδόμημα, ἡ νεόκτιστη ὁΙκία, τό νέο σπίτι. -
12 постройка
постройкаж1. (действие) ἡ οίκοδό-μηση [-ις], τό οίκοδόμημα, τό κατασκεύασμα, ἡ κατασκευή·2. (строение, здание) ἡ οἰκοδομή, τό οίκημα, τό κτίριο[ν]. -
13 сооружение
сооружениес1. (действие) ἡ κατασκευή, ἡ οἰκοδόμηση [-ις], ἡ ἀνέγερση·2. (здание) ἡ ἐγκατάσταση, ἡ κατασκευή, τό οἰκοδόμημα:долговременное \сооружение воен. τό μόνιμο ὁχυρωματικό ἔργο, τό μόνιμο ὀχύρωμα -
14 строение
строениес1. (структура) ἡ κατασκευή, ἡ σύσταση, ἡ ὑφή:\строение материи физ. ἡ σύσταση τής ὑλης·2. (постройка) ἡ οίκοδομή, τό οἰκοδόμημα, τό κτίρι-ο[ν]. -
15 edifice
['edifis](a building: The new cathedral is a magnificent edifice.) οικοδόμημα -
16 structure
1) (the way in which something is arranged or organized: A flower has quite a complicated structure; the structure of a human body.) δομή,διάρθρωση2) (a building, or something that is built or constructed: The Eiffel Tower is one of the most famous structures in the world.) οικοδόμημα, κατασκευή•- structurally -
17 корпус
-а α.1. (πλθ. -ы) σώμα, κορμί(ανθρώπου ή ζώου).2. (τεχ.) πλαίσιο, θήκη.3. σκάφος, κύτος πλοίου.4. χωριστό οικοδόμημα. || χωριστό τμήμα μεγάλου οικοδομήματος.5. (στρατ.) σώμα•кавалерийский корпус σώμα ιππικού•
резервный корпус εφεδρικό σώμα•
офицерский корпус το σώμα των αξιωματικών•
жандармский корпус το σώμα της χωροφυλακής.
6. μέση στρατιωτική σχολή.7. (πολυγρ.) τα στοιχεία των 10 στιγμών.εκφρ.дипломатический корпус – διπλωματικό σώμα. -
18 постройка
-и θ.1. χτίσιμο, δομή, δόμηση οικοδόμηση.2. οικόπεδο γήπεδο.3. χτίρω, οίκημα, οικοδομή, οικοδόμημα. -
19 строение
-я ουδ.1. οικοδόμηση• χτίσιμο οικοδομή.2. μτφ. δημιουργία• φτιάξιμο.3. κτίριο οικοδόμημα.4. σύσταση, συγκρότηση• δομή, υφή• διάρθρωση• κατασκευή. -
20 храмина
-ы θ. παλ. κτίριο, οικοδόμημα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οἰκοδόμημα — building neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδόμημα — το (Α οἰκοδόμημα) [οικοδομώ] οικοδομή, κτήριο («τὰ μὲν οἰκοδομήματα τῶν προαστείων ἔρημα εὕρισκον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. μτφ. κάθε συγκροτημένο σύνολο (α. «το οικοδόμημα τού κράτους» β. «ολόκληρο το οικοδόμημα τών επιχειρημάτων του κατέρρευσε») … Dictionary of Greek
οικοδόμημα — το, ατος το κτίριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή … Dictionary of Greek
παγόδα — Οικοδόμημα θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο συνδέεται με τη βουδιστική λατρεία, με μορφή πύργου, συνήθως από πέτρα, άλλοτε από ψημένο πηλό, σπάνια από ξύλο (Ιαπωνία). Είναι διαδεδομένη στην Ασία και ιδιαίτερα στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία… … Dictionary of Greek
οἰκοδομημάτων — οἰκοδόμημα building neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήμασι — οἰκοδόμημα building neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήμασιν — οἰκοδόμημα building neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματα — οἰκοδόμημα building neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματι — οἰκοδόμημα building neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματος — οἰκοδόμημα building neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)