-
1 μετρο-ποιέω
μετρο-ποιέω, ein Maaß, od. nach dem Maaße machen, Stob. ecl. phys. p. 1098.
-
2 μετρο-ποιΐα
μετρο-ποιΐα, ἡ, das Machen des Versmaaßes, Versmaaß; Schol. Il. 2, 546; Schol. Ar. Ach. 299.
-
3 μετρο-σύν-θετος
μετρο-σύν-θετος, γραφή, metrisch zusammengesetzt, Tzetz.
-
4 μετρο-νόμοι
μετρο-νόμοι, οἱ, in Athen eine Behörde von 15 Männern, welche die Aufsicht über die Richtigkeit der Gewichte und Maaße beim Verkauf hatten, 10 in der Stadt und 5 im Peiräeus, Harpocr. u. a. VLL., vgl. Böckh Staatshaush. I p. 52.
-
5 μετρο-ειδής
μετρο-ειδής, ές, dem Versmaaß, Rhythmus ähnlich, Demetr. Phaler. 184.
-
6 μετρό
το метро, метрополитен -
7 μέτρο
[мэтро] ουσ ο мера, мерка, размер, метр. -
8 μέτρο
mètre -
9 μέτρο
metr (m) rzecz. -
10 μέτρο
metr -
11 μέτρο
1) measure2) meter3) metreΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μέτρο
-
12 ἀ-μετρό-κακος
ἀ-μετρό-κακος, πλεονεξία, Suid., die unendlich viel Böses erzeugt.
-
13 ἀ-μετρό-βιοι
ἀ-μετρό-βιοι, unmäßig lang lebend, κόρακες Ep. ad. 291 a (App. 129); Nonn., Manetho.
-
14 ἀ-μετρο-πότης
ἀ-μετρο-πότης, λαιμός, der unmäßig trinkende, Agath. 55 (IX, 644).
-
15 ἀ-μετρο-βόης
ἀ-μετρο-βόης, unermeßlich schreiend, Philostr.
-
16 ἀ-μετρο-επής
ἀ-μετρο-επής, Hom. einmal, Iliad. 2, 212 Θερσίτης δ' ἔτι μοῠνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα, ὅς ῥ' ἔπεα φρεσὶν ᾑσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη, μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῠσιν; der dritte Vers erklärt das ἄκοσμα des zweiten, der zweite das ἀμετροεπής des ersten; also = maßlos im Reden, viel u. unziemlich schwatzend.
-
17 ἀ-μετρο-βαθής
ἀ-μετρο-βαθής, ϑάλασσα, unermeßlich tief, Opp. Hal. 1, 85.
-
18 μετροειδής
μετρο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετροειδής
-
19 μετρόκροτος
μετρό-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετρόκροτος
-
20 μετρολογία
μετρο-λογία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετρολογία
См. также в других словарях:
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
Μετρό της Αθήνας — Σύγχρονος υπόγειος σιδηρόδρομος της Αθήνας. Αποτελείται από δύο γραμμές που καλύπτουν τις διαδρομές Σεπόλια –Ομόνοια –Σύνταγμα –Δάφνη (Γραμμή 2) και Εθνική Άμυνα –Σύνταγμα (Γραμμή 3). Τον Απρίλιο του 2003 δόθηκε στην κυκλοφορία το τμήμα της… … Dictionary of Greek
μετρό — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μέτρο — το 1. η βασική μονάδα του δεκαδικού μετρικού συστήματος, μονάδα μήκους (μ.), μονάδα επιφάνειας (τ.μ.), μονάδα όγκου ή χωρητικότητας (κ.μ.): Το μήκος του φράχτη έφτανε τα 20 μέτρα. – Το εμβαδόν του οικοπέδου ήταν 120 τετραγωνικά μέτρα. 2. καθετί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
κρητικό μέτρο — Στην αρχαία ελληνική μετρική, κ.μ. ονομαζόταν το μέτρο που αποτελείτο από παίωνες, είδος ποδών. Κάθε παίων συνίστατο από πέντε πρώτους χρόνους, δηλαδή από μία τρίχρονη θέση και μία δίχρονη άρση (U U U | U U). Το κύριο μετρικό σχήμα του πόδα αυτού … Dictionary of Greek
αισχριώνειο μέτρο — Ονομασία μέτρου, που το μεταχειρίζονταν οι αρχαίοι διδακτικοί ποιητές. Η λέξη προέρχεται από το όνομα του λυρικού ποιητή Αισχρίωνα, ιαμβογράφου από τη Σάμο. Το α.μ. ονομαζόταν παλαιότερα ιππωνάκτειο … Dictionary of Greek
δήμευση — Μέτρο ασφαλείας, που άλλοτε χρησίμευε και ως κύρια ή παρεπόμενη ποινή, και μάλιστα με τη μορφή γενικής δ. όλων των περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που συνεπαγόταν άμεση επέκταση του ποινικού κολασμού και στους κληρονόμους του καταδίκου. Οι δ.,… … Dictionary of Greek
επιδεκτικότητα — Μέτρο της ιδιότητας ενός υλικού (στερεού, υγρού ή αερίου) να πολώνεται όταν υφίσταται τη δράση ενός μαγνητικού πεδίου, δηλαδή να παρουσιάζει μαγνητικό χαρακτήρα στην επιφάνειά του. Στην ηλεκτροστατική, η ε. είναι η ιδιότητα των σωμάτων να… … Dictionary of Greek
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
δικαιοστάσιο — Μέτρο που επιβάλλεται με ειδικό νόμο σε έκτακτες περιστάσεις. Πρόκειται για την προσωρινή αναστολή του έργου της δικαιοσύνης· με το δ. εμποδίζεται η επιδίωξη των ληξιπρόθεσμων αξιώσεων και παράλληλα αναστέλλεται η παραγραφή τους. * * * το η… … Dictionary of Greek