-
61 член
членм1. (тела, тж. организации и т. п.) τό μέλος:\член семьи́ τό μέλος οἰκογενείας· \член коммунистической партии τό μέλος τοῦ Κομμουνιστικοὔ Κόμματος· \член профсоюза μέλος τοῦ ἐπαγγελματικού σωματείου:\член правительства (парламента) τό μέλος τής κυβερνήσεως (τῆς βουλής), ὁ βουλευτής· \член президиума Верховного Совета τό μέλος τοῦ Προεδρείου τοῦ "Ανωτάτου Σοβιέτ· \член партбюро́ τό μέλος τοῦ κομματικοῦ γραφείου· \член-корреспон-дент τό ἀντεπιστέλλον μέλος· почетный \член τό ἐπίτιμον μέλος· \члены дипломатического корпуса τό προσωπικόν τοῦ διπλω-ματικοῦ σώματος·2. мат ὁ ὅρος κλάσματος·3. грам. τό ἄρθρο[ν], τό μέρος:\член предложения τό μέρος τής πρότασης· определенный \член τό ὁρισμένο ἄρθρο· неопределенный \член τό ἀόριστο ἄρθρο. -
62 front
1) (the part of anything (intended to be) nearest the person who sees it; usually the most important part of anything: the front of the house; the front of the picture; ( also adjective) the front page.) μπροστινό μέρος,πρόσοψη,φάτσα/μπροστινός2) (the foremost part of anything in the direction in which it moves: the front of the ship; ( also adjective) the front seat of the bus.) μπροστινό μέρος/μπροστινός3) (the part of a city or town that faces the sea: We walked along the (sea) front.) παραλία4) ((in war) the line of soliers nearest the enemy: They are sending more soldiers to the front.) μέτωπο(πολέμου)5) (a boundary separating two masses of air of different temperatures: A cold front is approaching from the Atlantic.) μέτωπο(αέριας μάζας6) (an outward appearance: He put on a brave front.) όψη7) (a name sometimes given to a political movement: the Popular Front for Liberation.) μέτωπο,παράταξη•- frontage- frontal
- at the front of
- in front of
- in front -
63 part
1. noun1) (something which, together with other things, makes a whole; a piece: We spent part of the time at home and part at the seaside.) μέρος2) (an equal division: He divided the cake into three parts.) μερίδα3) (a character in a play etc: She played the part of the queen.) ρόλος4) (the words, actions etc of a character in a play etc: He learned his part quickly.) ρόλος5) (in music, the notes to be played or sung by a particular instrument or voice: the violin part.) μέρος6) (a person's share, responsibility etc in doing something: He played a great part in the government's decision.) συμμετοχή,ανάμιξη2. verb(to separate; to divide: They parted (from each other) at the gate.) χωρίζω- parting- partly
- part-time
- in part
- part company
- part of speech
- part with
- take in good part
- take someone's part
- take part in -
64 place
[pleis] 1. noun1) (a particular spot or area: a quiet place in the country; I spent my holiday in various different places.) τόπος,μέρος,τοποθεσία2) (an empty space: There's a place for your books on this shelf.) χώρος3) (an area or building with a particular purpose: a market-place.) μέρος4) (a seat (in a theatre, train, at a table etc): He went to his place and sat down.) θέση5) (a position in an order, series, queue etc: She got the first place in the competition; I lost my place in the queue.) θέση6) (a person's position or level of importance in society etc: You must keep your secretary in her place.) θέση7) (a point in the text of a book etc: The wind was blowing the pages of my book and I kept losing my place.) θέση8) (duty or right: It's not my place to tell him he's wrong.) θέση,αρμοδιότητα9) (a job or position in a team, organization etc: He's got a place in the team; He's hoping for a place on the staff.) θέση,πόστο(εργασίας,ομάδας)10) (house; home: Come over to my place.) σπίτι11) ((often abbreviated to Pl. when written) a word used in the names of certain roads, streets or squares.) οδός12) (a number or one of a series of numbers following a decimal point: Make the answer correct to four decimal places.) θέση2. verb1) (to put: He placed it on the table; He was placed in command of the army.) τοποθετώ2) (to remember who a person is: I know I've seen her before, but I can't quite place her.) θυμάμαι,αναγνωρίζω•- go places
- in the first
- second place
- in place
- in place of
- out of place
- put oneself in someone else's place
- put someone in his place
- put in his place
- take place
- take the place of -
65 top
I 1. [top] noun1) (the highest part of anything: the top of the hill; the top of her head; The book is on the top shelf.) κορυφή, πάνω μέρος2) (the position of the cleverest in a class etc: He's at the top of the class.) κορυφή3) (the upper surface: the table-top.) επιφάνεια, πάνω μέρος4) (a lid: I've lost the top to this jar; a bottle-top.) καπάκι, σκέπασμα, κάλυμμα5) (a (woman's) garment for the upper half of the body; a blouse, sweater etc: I bought a new skirt and top.) γυναικεία μπλούζα2. adjective(having gained the most marks, points etc, eg in a school class: He's top (of the class) again.) πρώτος, κορυφαίος, ανώτερος3. verb1) (to cover on the top: She topped the cake with cream.) σκεπάζω από πάνω2) (to rise above; to surpass: Our exports have topped $100,000.) ξεπερνώ3) (to remove the top of.) κορφολογώ•- topless- topping
- top hat
- top-heavy
- top-secret
- at the top of one's voice
- be/feel on top of the world
- from top to bottom
- the top of the ladder/tree
- top up II [top] noun(a kind of toy that spins.) σβούρα -
66 внизу
επίρ.κάτω, στο κάτω μέρος•внизу живет плотник κάτω ζει μαραγκός•
внизу письма стояла дата στο κάτω μέρος της επιστολής ήταν η ημερομηνία.
-
67 втянуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. τραβώπρος τα μέσα, εισέλκω.2. παίρνω μέσα, ρουφώ (αέρα, υγρά). || συμπτύσσω, μαζεύω μέσα (κοιλιά κεφάλι κ.τ.τ,), χώνω.3. μτφ. προσελκύω, παρασέρνω, τραβώ•его -ли в карточную игру τον τράβηξαν στο χαρτοπαίγνιο.
1. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι μέσα, μπαίνω, χώνομαι μέσα.2. εισέρχομαι βαθμιαία.3. προσελκύομαι, επιδίδομαι, τραβιέμαι• παίρνω μέρος•-в игре на биллиарде με τραβά το μπιλιάρδο•
в разговор -лись мать и сестра ατή συνομιλία πήραν μέρος η μητέρα και η αδερφή.
|| συνηθίζω λίγο-λίγο•втянуть в работу λίγο-λίγο συνηθίζω στη δουλειά.
-
68 вырубка
-и θ.1. κοπή, κόψιμο, τομή. || υλοτόμηση.2. (απλ.) το κομμένο μέρος, εγκοπή, εντομή.3. νιομμένο μέρος δάσους. -
69 глушь
-и θ.1. λόγγος, ρουμάνι.2. μέρος απόκεντρο, απόμακρο, ερημιά. || μέρος πολύ αραιοκατοικημένο και μακριά από τα πολιτιστικά κέντρα• καθυστερημένη επαρχία. -
70 горло
-а ουδ.1. λαιμός, το μπροστινό μέρος αυτού•схватить за горло αρπάζω (πιάνω) από το λαιμό.
|| λάρυγγας•у меня болит горло μου πονά ο λαιμός•
у меня першит в -е με τρώει ο λαιμός•
у меня пересохло в -е μου στέγνωσε ο λάρυγγας.
2. στενό μέρος αντικειμένου•-бутылки ο λαιμός του μποκαλιού•
горло залива ο λαιμός του κόλπου.
εκφρ.по горло – ως το λαιμό (για βάθος)•кричать во все горло – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές•слова застряли в горло – κομπιάζω κατά την ομιλία•быть занятым по горло – είτ μαι πνιγμένος από δουλειά•сыт по горло – (κυρλξ. κ. μτφ.) είμαι χορτάτος ως το λαιμό•пристать с ножом к -у – βάζω το μαχαίρι στο λαιμό (απαιτώ επίμονα)•брать (взять), схватить за— – πιάνω από το λαιμό (εξαναγκάζω)•промочить горло – βρέχω λιγάκι το λάρυγγα (πίνω λιγάκι)•слезы ή рыдания поступили к -у – είναι ετοιμος να κλάψει, τον πήρε το παράπονο•поперек стать ή вставать – κ.τ.τ. μου κάθεταΐι τσάχαλο στο μάτι (ενοχλεί, εμποδίζει). -
71 допускать
ρ.δ.μ.1. επιτρέπω, αφήνω ναεισέλθευ, δίνω, χορηγώ άδεια,εασόδου•его не -тли до больного δεν του επέτρεπαν να δει τον ασθενή•
это не -ет сомнения αυτό είναι έξω πάθε αμφιβολίας, είναι αναμφίβολο.
|| επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα•допускать азартные игры επιτρέπω τα τυχερά παιγνίδια.
|| επιτρέπω να πάρει μέρος•допускать к экзаменам επιτρέπω να δόσει εξετάσεις.
2. ανέχομαι, υποφέρω• υπομένω•удивляюсь, как -ют такие беспорядки απορώ (εκπλήσσομαι) πως ανέχονται τέτοιες αταξίες.
3. δέχομαι, παραδέχομαι•-аю, что это так, как вы говорите παραδέχομαι ότι αυτό είναι έτσι, όπως εσείς λέτε.
|| κάνω, διαπράττω' допускать ощибку κάνω λάθος. || περιορίζω•не допускать до короткости κρατώ σε απόσταση.
επιτρέπομαι•дети до 16 лет не -ются δεν επιτρέπεται,για παιδιά κάτω των 16 χρονών•
не -ется δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται.
|| έχω άδεια, δικαίωμα ασχολίας, συμμετοχής κλπ. -к голосованию μου επιτρέπεται να πάρω μέρος στην ψηφοφορία (να ψηφίσω). -
72 дорога
-и θ.1. δρόμος, οδός•просёлочная αγροτικός δρόμος•
автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•
шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•
водная υδάτινη οδός•
воздушная дорога εναέρια οδός•
широкая дорога φαρδύς δρόμος•
торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•
большая κύρια οδός•
сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•
не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•
на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•
я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•
пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•
воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.
2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•
дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•
уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.
3. ταξίδι•утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•
веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•
запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•
отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•
собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•
счастливой -и καλό ταξίδι.
4. μέσο•упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.
εκφρ.канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•конно-железная дорога – βλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•дать ή уступить -у – κ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση. -
73 другой
1. αντων. άλλος, έτερος•и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•
приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•
он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•
ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•
и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•
и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•
тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•
кто-то другой κάποιος άλλος•
никто другой κανένας άλλος•
с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•
-ими словами μ' άλλα λόγια.
2. διάφορος, διαφορετικός•после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•
зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.
|| αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•
πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.
3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•
на -день την άλλη μέρα•
один за -им ο ένας μετά τον άλλον.
|| κάποιος, άλλος•-ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,
εκφρ.смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια. -
74 задок
-дка α.1. μικρό πισινό μέρος, τσινάκι.2. πισινό μέρος αμαξιών. || ράχη καθίσματος, ακουμπηστήρι.3. φτέρνα παπουτσιών. -
75 заимка
-и θ.1. το πρώτο κατειλημμένο μέρος γης. || ξεχερσωμένο έδαφος.2. απομακρυσμένο κάτοικοιμένο μέρος. -
76 запрятать
-ячу, -ячишьρ.σ.μ.κρύβω σε ασφαλές μέρος•запрятать деньги κρύβω τα χρήματα.
|| βάζω μέσα•запрятать руки в карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες.
(απλ.) κλείνω, περιορίζω (σε φυλακή κ.τ.τ.).κρύβομαι σε ασφαλές μέρος. -
77 излом
-а α.1. σπάσιμο, τσάκισμα, θραύση •» произошл на краю балки τό σπάσιμο έγινε στην άκρη της δοκού.2. το σπασμένο μέρος αντικειμένου•на самом -е столб оказался гнилым το μέρος που έσπασε ο στύλος ήταν σάπιο.
3. επιφάνεια θραύσης•определение минерала по -у ο καθορισμός του μετάλλου από την επιφάνεια της θραύσης•
мелкозернистый -λεπτόκοκκη επιφάνεια θραύσης•
волокнистый излом ινώδης επιφάνεια θραύσης.
4. στροφή, καμπή απότομη αγκώνας (για δρόμο, ποτάμι κ.τ.τ.).5. συντριβή•душевный излом ψυχική συντριβή.
-
78 местность
-и θ.1. τοποθεσία, τόπος, μέρος•красивая местность ωραία τοποθεσία•
гористая местность ορεινό μέρος.
2. περιοχή• επαρχία•сельская местность αγροτική περιοχί.
-
79 мясо
-а ουδ.1. κρέας•варёное мясо βραστό (βρασμένο) κρέας•
жареное мясо ψητό (τηγανιστό ή γιαχνιστό) κρέας•
купить -а αγοράζω κρέας•
пирог с -ом κρεατόπιτα•
куриное мясо κοτίσιο κρέας.
|| βοδινό κρέας•купить -а и свинины αγοράζω βοδινό και χοιρινό κρέας.
2. το ψαχνό, σαρκώδες μέρος του σώματος. || το σαρκώδες μέρος των καρπών και φυτών.εκφρ.пушечное мясо – κρέας για τα κανόνια (για τροφή των κανονιών)•с -ом вырвать ή оторвать – κόβω το κουμπί μαζί με το πανί. -
80 надел
-а α.μερίδα, μερίδιο, μέρισμα, μέρος, μοιράδι. || κλήρος, μέρος γης κτήμα• οικόπεδο.
См. также в других словарях:
μέρος — share neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μέρος — το 1. τμήμα ενός όλου, κομμάτι, μερίδιο: Δε συμφωνούσε με όλα τα μέρη του σχεδίου. 2. χώρα, πατρίδα, πόλη: Κατάγεται από τα μέρη μας. 3. θέση, σημείο, τόπος: Ταξίδεψε σε όλα τα μέρη του κόσμου. 4. αποχωρητήριο, τουαλέτα: Πονούσε η κοιλιά του και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Μέρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 301 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Κέδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συβρίτου … Dictionary of Greek
κοντό(ή)μερος — η, ο αυτός που του μένουν λίγες ημέρες ζωής, που κοντεύουν οι ημέρες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… … Dictionary of Greek
ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ανθοδόχη — Μέρος του άνθους που συνιστά το πάνω μέρος του ανθικού ποδίσκου. Έχει σχήμα κυπέλλου ή δισκίου και δέχεται τον κάλυκα, τη στεφάνη, το ανδρείο και το γυναικείο. Σε ορισμένα φυτά (φράουλα, σύκο, μήλο κ.ά.), κατά τη διάρκεια της καρποφορίας η α.… … Dictionary of Greek
μέρει — μέρος share neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέρεϊ , μέρος share neut dat sg (epic ionic) μέρος share neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)