-
41 завтрашний
-яя, -ееμτχ. αυριανός•завтрашний день η αυριανή μέρα, η αύριο•
-ее число η αυριανή ημερομηνία•
с -его дня από αύριο.
εκφρ.позаботиться о завтрашний ем дне – φροντίζω για την αύριο (για το μέλλον). -
42 заглянуть
-яну, -янешь, ρ.σ.1. κοιτάζω, βλέπω, ρίχνω μια ματιά•он -ул в окно αυτός κοίταξε στο παράθυρο•
заглянуть под стол κοιτάζω κάτω από το τραπέζι•
заглянуть в глаза κοιτάζω στα μάτια•
заглянуть в словарь κοιτάζω στο λεξικό•
он не -ул в книгу αυτός δεν κοίταξε (δεν άνοιξε) το βιβλίο•
заглянуть в комнату ρίχνω μια ματιά στο δωμάτιο•
заглянуть в чужие карты κοιτάζω τα παιγνιόχαρτα του διπλανού μου.
|| μτφ. εισχωρώ, φέγγω•солнце в ту сторону не -янет την άλλη πλευρά ο ήλιος δεν την βλέπει.
|| μτφ. διαβάζω στα πεταχτά, ρίχνω μια ματιά (στο κείμενο). || μτφ. εισχωρώ, μπαίνω, διεισδύω•заглянуть в душу εισχωρώ στην ψυχή.2. επισκέπτομαι για λίγο, περνώ στο πόδι.εκφρ.заглянуть вперед – κοιτάζω μπροστά, βλέπω (οραματίζομαι) το μέλλον. -
43 задумать
ρ.σ,μ.1. σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, προτίθεμαι•задумать жениться σκέφτομαι να παντρευτώ.
2. βάζω με το νου μου, σκέφτομαι νοερά•- айте какую-н. одну карту βάλτε με το νου σας ένα οποιοδήποτε παιγνιόχαρτο.
1. σκέφτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι, διαλογίζομαι• μελετώ•задумать над вопросом σκέφτομαι ένα ζήτημα•
задумать о будущем σκέφτομαι για το μέλλον.
|| πέφτω (βυθίζομαι) σε σκέψεις• α-πορροφούμαι.2. ταλαντεύομαι, διστάζω•не -лся сказать правду δε δίστασε να πει την αλήθεια.
-
44 когда
επίρ. κ. σύνδ.1. επίρ. ερωτημ. πότε;•когда вы придёте ко мне? πότε θα έρθετε σε μένα;
2. επίρ. χρον. πότε•не помню когда это было δε θυμάμαι πότε έγινε αυτό•
неизвестно, когда άγνωστο πότε.
3. κάποτε, ενίοτε•когда сыт, когда голоден πότε χορτάτος, πότε νηστικός•
когда можно, когда нельзя κάποτε επιτρέπεται, κάποτε δεν επιτρέπεται.
4. σύνδ. χρον. όταν•это было - ты был маленьким αυτό έγινε, όταν εσύ ήσουν μικρός.
5. σύνδ. υποθ. αν, εάν•ах так, когда я тебе отомщу αν είναι έτσι, θα σε εκδικηθώ.
εκφρ.есть -! – δεν ευκαιρώ!•когда бы ещё – κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•когда бы ни – κάθε φορά που, όποτε και να• когда-когда ή когда-никогда κάποτε-κάποτε, αραιά και που•редко когда – πολύ αραιά, πολύ σπάνια. -
45 когда-то
επίρ.κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•когда-то он был богат κάποτε ήταν πλούσιος•
когда-то ещё он вернётся μια μέρα θα γυρίσει. -
46 надежда
-ы θ.ελπίδα, προσδοκία, απαντοχή, -ιά•тщетная надежда μάταια ελπίδα•
обманчивая надежда απατηλή ελπίδα•
льстить себя -ой βαυκαλίζομαι με την ελπίδα•
питать -у τρέφω ελπίδα•
возлагать -ы на... στηρίζω τις ελπίδες στον... στην... κλπ. нет никакой -ы δεν υπάρχει καμιά ελπίδα•
он подат большие -ы αυτός παρέχει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον (υπόσχεται πολλά)•
последняя надежда η τελευταία ελπίδα.
εκφρ.в -е – με την ελπίδα, ελπίζοντας. -
47 напредки
επίρ. (διαλκ.) στο εξής, στο μέλλον, απ εδώ και μπρος. -
48 недалёкий
επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•-ая деревня κοντινό χωριό.
|| (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•-ое путешествие μικρό ταξίδι•
недалёкий путь μικρός δρόμος.
2. πρόσφατος, ο εγγύς•-ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•
-ое будущее το εγγύς μέλλον.
3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.4. (για συγγένεια) κοντινός•-ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.
5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.εκφρ.- го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος. -
49 некогда
-
50 отдалённый
επ. από μτχ.μακρινός, αλαργινός απόμακρος απομακρυσμένος•отдалённый край απομακρυσμένη.περιοχή•
-ые времена παλαιά χρόνια, παρωχημένοι χρόνοι•
-ая древность η πολύ παλαιά (απώτατη) αρχαιότητα•
-ое будущее το απώτατο μέλλον•
-ое прошлое το μακρινό παρελθόν•
-ое родство μακρινή συγγένεια•
отдалённый родственник μακρινός συγγενής.
|| απόκεντρος. || ελάχιστος, ασήμαντος•-ое сходство ελάχιστη ομοιότητα.
|| αποξενωμένος αδιάφορος. -
51 перспектива
-ы θ.1. προοπτική•законы -ы κανόνες προοπτικής•
отсуствие -ы в картине έλλειψη προοπτικής στην εικόνα.
2. άποψη, θέα.3. προσδοκία ενδεχομένου μέλλοντος• το ελπι-ζόμενο•-ы дальнейшего развития προοπτικές παραπέρα ανάπτυξης.
εκφρ.в -е – στο μέλλον, μελλοντικά. -
52 предвидеть
ρ.δ.μ. προβλέπω, προγιγνώσκω, προνοώ, προορώ•предвидеть неудачу προβλέπω την αποτυχία• -.будущее προβλέπω το μέλλον.
προβλέπομαι αναμένομαι•-ится жаркий день προβλέπεται ζεστή μέρα.
-
53 предопределить
ρ.σ.μ. προκαθορίζω•успех -ил его дальнейшую судьбу η επιτυχία προκαθόρισε το μέλλον του.
προκαθορίζομαι, προαποφασίζομαι. -
54 предсказать
ρ.σ. προλέγω, προεικάζω, προγιγνώσκω•предсказать будущее προλέγω το μέλλον•
судьбу προλέγω την τύχη: -погоду προλέγω τον καιρό•
-
55 предстоящий
επ. από μτχ.1. επικείμενος, επερχόμενος, προσεχής.2. ουσ. ουδ. -ее το άμεσο μέλλον. -
56 принадлежать
-жу, -жишьρ.δ.1. ανήκω•книга -ит библиотеке το βιβλίο είνα της βιβλιοθήκης•
дом -ит брату το σπίτι είναι του αδερφού.
2. έχω•спорту -ит большое будущее ο αθλητισμός έχει μεγάλο μέλλον.
-
57 провидеть
ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) προβλέπω, προνοώ•провидеть будущее προβλέπω το μέλλον.
-
58 проречь
-реку, -речёшь, -рекут, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прореченный, βρ: -чен, -чена, -оρ.σ.μ. παλ. προλέγω•проречь будущее προλέγω το μέλλον.
-
59 радужный
επ.1. ιριώδης.2. μτφ. φωτεινός, λαμπρός• εύθυμος•-ое будущее φωτεινό μέλλον•
-ое настроение φαιδρότητα, ευθυμία•
-ая надежда φωτεινή ελπίδα.
εκφρ.- ая оболочка – ίριδα του ματιού: видеть(представлять) в -ом свете παρουσιάζω (όλα) ρόδινα. -
60 самоопределиться
-люсь, -лишьсяρ.σ. καθορίζω μόνος μου (το μέλλον μου, τη ζωή μου, την ύπαρξη μου κ.τ.τ.).
См. также в других словарях:
μέλλον — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα της Ζακύνθου. Εκδιδόταν την περίοδο 1849 51. 2. Πολιτική εφημερίδα της Αθήνας. Εκδιδόταν την περίοδο 1863 77. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1898 από τον Δημ. Σφαέλο στη… … Dictionary of Greek
μέλλον — το οντος 1. ο χρόνος που ακολουθεί το παρόν: Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον. 2. η μεταγενέστερη εξέλιξη ενός πράγματος: Το μέλλον του διαγράφεται λαμπρό. 3. φρ., «νέος με μέλλον», με προοπτικές επιτυχίας στη σταδιοδρομία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέλλον — μέλλω to be destined pres part act masc voc sg μέλλω to be destined pres part act neut nom/voc/acc sg μέλλω to be destined imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μέλλω to be destined imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… … Dictionary of Greek
κάποτε — (Μ κάποτε και ὁκάποτε και ὁκάποτες) (χρον. επίρρ.) 1. ορισμένη στιγμή στο παρελθόν, κάποια φορά, μια φορά («κάποτε πρέπει να είχαμε συναντηθεί») 2. (συν. διπλασιαζόμενο) καμιά φορά, πότε πότε («κάποτε κάποτε περνάει από εδώ») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… … Dictionary of Greek