-
1 quasi-maximum likelihood estimator
French\ \ estimateur du quasi maximum de vraisemblanceGerman\ \ Quasi-Maximum-Likelihood-SchätzerDutch\ \ quasi-maximale-aannemelijkheidsschatterItalian\ \ stimatore di quasi massima verosimiglianzaSpanish\ \ estimación cuasimáximo-verosímilCatalan\ \ estimador quasi-máxim-versemblantPortuguese\ \ estimador de quase-máxima verosimilhança; estimador de quase-máxima verossimilhança (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ οιονεί μέγιστο εκτιμητή πιθανότηταFinnish\ \ kvasi-suurimman uskottavuuden estimaattoriHungarian\ \ kvázi maximum likelihood becslésTurkish\ \ yarı olabilirlik tahminleyicisiEstonian\ \ kvaasitõepära hinnangufunktsioonLithuanian\ \ kvazimaksimalus tikėtinumo rodiklisSlovenian\ \ -Polish\ \ estymatory quasi-największej wiarygodnościUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ hálf-sennileikametillEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مقرر شبه الامكان الاعظمAfrikaans\ \ kwasie-maksimumaanneemlikheidsberamerChinese\ \ 拟 极 大 似 然 估 计Korean\ \ 준최대가능도 추정량
См. также в других словарях:
μέγιστο — το μαθημ. βλ. μέγιστος … Dictionary of Greek
μέγιστο(ν) — το (ΑM μέγιστον) βλ. μέγιστος … Dictionary of Greek
μέγιστο — το (μαθημ.), η μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να λάβει μια μεταβλητή ποσότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
μέγιστος — η, ο (ΑM μέγιστος, ίστη, ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος) ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών) νεοελλ. 1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη ναυτ … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Μεγάλες Λίμνες — (Great Lakes). Λιμναία λεκάνη (πάνω από 248.000 τ. χλμ., η μεγαλύτερη έκταση γλυκών νερών στον κόσμο) της Βόρειας Αμερικής, η οποία περιλαμβάνει πέντε λίμνες: την Σαπίριορ (Άνω Λίμνη), τη Μίσιγκαν, τη Χιούρον, την Ίρι και την Οντάριο. Οι Μ.Λ.… … Dictionary of Greek
κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek