Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+μέγεθος

  • 41 size of a region

    French\ \ taille d'une région (critique)
    German\ \ Größe eines Bereiches; Größe einer Region
    Dutch\ \ omvang van een gebied
    Italian\ \ ampiezza di una regione; ampiezza di una curtica
    Spanish\ \ dimensión de una región
    Catalan\ \ mida d'una regió; grandària d'una regió
    Portuguese\ \ tamanho de uma região; dimensão de uma região
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ μέγεθος μιας περιοχής
    Finnish\ \ kriittisen alueen koko
    Hungarian\ \ tartomány nagysága
    Turkish\ \ bir bölgenin büyüklüğü
    Estonian\ \ võimsusfunktsiooni väärtus; piirkonna suurus (kriitilise piirkonna korral)
    Lithuanian\ \ srities dydis; srities didumas
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ wielkość obszaru; rozmiar obszaru
    Russian\ \ уровень значимости; ошибка первого рода
    Ukrainian\ \ рівень значущості
    Serbian\ \ величина региона
    Icelandic\ \ stærð svæði
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ ndazeye yek nahiye
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ حجم المنطقة
    Afrikaans\ \ maat van 'n gebied
    Chinese\ \ 区 域 大 小
    Korean\ \ 영역크기

    Statistical terms > size of a region

  • 42 size of a test

    French\ \ niveau de test
    German\ \ Testniveau
    Dutch\ \ kans op een fout van de eerste soort; onbetrouwbaarheid
    Italian\ \ livello di significatività di un test
    Spanish\ \ tamaño de un test
    Catalan\ \ grandària d'un test
    Portuguese\ \ tamanho de um teste; dimensão de um teste
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ testniveau
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ signifikansnivå
    Greek\ \ μέγεθος ενός ελέγχου
    Finnish\ \ testin taso; testin koko
    Hungarian\ \ próba mérete
    Turkish\ \ bir sınamanın büyüklüğü; bir testin büyüklüğü
    Estonian\ \ testi maht; kriteeriumi maht
    Lithuanian\ \ kriterijaus dydis; kriterijaus amplitudė
    Slovenian\ \ velikost preizskusa
    Polish\ \ rozmiar testu
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ величина теста
    Icelandic\ \ marktektarkrafa; marktektarstig
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ ndazeye yek azmoon
    Persian-Farsi\ \ اندازه آزمون
    Arabic\ \ حجم الاختبار ؛ مستوى المعنوية
    Afrikaans\ \ toetsgrootte; toetsmaat
    Chinese\ \ 检 验 容 量
    Korean\ \ 검정[검증]의 크기

    Statistical terms > size of a test

  • 43 size

    French\ \ taille; dimension; échelle
    German\ \ Umfang
    Dutch\ \ omvang
    Italian\ \ dimensione
    Spanish\ \ tamaño (de una muestra)
    Catalan\ \ mida mostral; grandària mostral
    Portuguese\ \ dimensão; tamanho
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ størrelse; niveau
    Norwegian\ \ størrelse; nivå
    Swedish\ \ storlek
    Greek\ \ μέγεθος
    Finnish\ \ koko; suuruus; taso
    Hungarian\ \ méret
    Turkish\ \ büyüklük
    Estonian\ \ suurus
    Lithuanian\ \ dydis; didumas; matmuo
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ liczebność; liczność; rozmiar; wielkość
    Russian\ \ объем
    Ukrainian\ \ розмір; величина; обєм
    Serbian\ \ величина
    Icelandic\ \ stærð
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ اندازه
    Arabic\ \ حجم
    Afrikaans\ \ grootte
    Chinese\ \ 大 小 , 规 模 , 容 量 , 含 量
    Korean\ \ 크기

    Statistical terms > size

  • 44 variable lot size plan

    French\ \ variable plan taille du lot
    German\ \ Prüfplan bei variablen Losgrößen
    Dutch\ \ inspectie met veranderlijke steekproefomvang
    Italian\ \ piano di dimensioni molto variabili
    Spanish\ \ muchas variables plan de tamaño
    Catalan\ \ -
    Portuguese\ \ plano com lotes de dimensão variável
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ μεταβλητό σχέδιο μέγεθος παρτίδας
    Finnish\ \ vaihtelevan kokoisten tutkimuserien asetelma
    Hungarian\ \ változó sorsolási nagyságú terv
    Turkish\ \ değişken parti büyüklüğü planı; değişken parti büyüklüğü planı
    Estonian\ \ muutuva suurusega partiide plaan
    Lithuanian\ \ kintamo dydžio partijos schema
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ plan kontrolny ze zmienną wielkością partii
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ breytu einhver stærð áætlun
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ خطة حجم الدفعة المتغير
    Afrikaans\ \ veranderlikelotgrootte-plan
    Chinese\ \ 可 变 批 量 ( 抽 样 ) 方 案
    Korean\ \ 다변수 크기 설계

    Statistical terms > variable lot size plan

  • 45 величина

    [βιλιτσίνα] ουσ θ μέγεθος

    Русско-эллинский словарь > величина

  • 46 размер

    [ραζμιέρ] ουσ α μέγεθος, νούμερο, έκταση

    Русско-эллинский словарь > размер

  • 47 формат

    [φαρμάτ] ουσ α μέγεθος

    Русско-эллинский словарь > формат

  • 48 возрасти

    -сту, -стёшь, παρλ. χρ. возрос, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. παλ. βλ. вырасти (1 σημ.).
    2. μεγαλώνω, αυξάνω (κατά μέγεθος, όγκο, δύναμη κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > возрасти

  • 49 диапазон

    α.
    1. (μουσ.) η διαπασών.
    2. μτφ. όγκος, μέγεθος, έκταση•

    диапазон знаний πολυγνωσία, ευρυμάθεια, πολυμάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > диапазон

  • 50 калибр

    α.
    1. διαμέτρημα (κάνης όπλου)
    2. (τεχ.) ακριβές μέγεθος.
    3. μτφ. μεγάλης ολκής.
    4. (τεχ.) μετρητής ελέγχου (οργάνου).

    Большой русско-греческий словарь > калибр

  • 51 масштаб

    α.
    κλίμακα (χάρτη, σχεδίου κ.τ.τ.).
    έκταση, μέγεθος, σημασία•

    во всегрческом -е σε πανελλήνια κλίμακα•

    в мировом -е σε παγκόσμια κλίμακα.

    Большой русско-греческий словарь > масштаб

  • 52 масштабность

    θ.
    έκταση, μέγεθος, σημασία•

    масштабность замыслов η έκταση των σχεδίων (προθέσεων).

    Большой русско-греческий словарь > масштабность

  • 53 мерный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. ρυθμικός.
    2. που έχει καθορισμένο μέτρο, μέγεθος. || ενός πήχη.
    3. μετρικός, για μέτρηση•

    -ая посуда αγγείο μετρικό.

    Большой русско-греческий словарь > мерный

  • 54 натуральный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. φυσικός•

    натуральный цвет φυσικό χρώμα•

    в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•

    -ые богатства ο φυσικός πλούτος•

    -ая история φυσική ιστορία.

    2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•

    натуральный мд φυσικό μέλι•

    натуральный шлк φυσικό μετάξι.

    3. απροσποίητος•

    натуральный смех φυσικό γέλιο•

    натуральный голос φυσική φωνή.

    4. σε είδος, σε προϊόν•

    натуральный налог φόρος σε είδος•

    натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•

    -ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).

    εκφρ.
    натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή.

    Большой русско-греческий словарь > натуральный

  • 55 неестественный

    επ., βρ: -вен, -венна, -о;
    1. αφύσικος, μη φυσιολογικός•

    -ая смерть ο μη φυσιολογικός θάνατος.

    2. προσποιητός, επιτηδευμένος•

    неестественный цвет лица το μη φυσικό χρώμα του προσώπου•

    неестественный смех, улыбка το προσποιητό γέλιο, χαμόγελο.

    3. αντικανονικός, ασυνήθης.
    4. εξαιρετικός, σπάν ιος•

    -ая величина εξαιρετικό μέγεθος.

    Большой русско-греческий словарь > неестественный

  • 56 облиственность

    θ.
    το μέγεθος του φυλλώματος, της φυλλωσιάς.

    Большой русско-греческий словарь > облиственность

  • 57 объёмность

    θ.
    μέγεθος, μεγάλη έκταση.

    Большой русско-греческий словарь > объёмность

  • 58 почтенный

    επ., βρ: -чтенен, -чтнна, -о.
    1. επ. κ. ουσ. βλ. почтный.
    2. μτφ. σημαντικός, σεβαστός (για μέγεθος κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > почтенный

  • 59 размер

    α.
    1. μέγεθος• μέτρο•

    картина большого -а πίνακας μεγάλου μεγέθους•

    костюм большого -а κοστούμι μεγάλου μεγέθους•

    размер туфлей μέτρο (νούμερο) παπουτσιών.

    || διάσταση•

    комната большого -а δωμάτιο μεγάλων διαστάσεων (μεγάλου εμβαδού).

    2. ανάπτυξη•

    национально-освободительное движение приняло широкие -ы το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πήρε μεγάλες διαστάσεις (έκταση).

    || κλίμακα•

    опыты в малом -е πειράματα σε μικρή κλίμακα.

    3. (φιλγ.) μέτρο•

    размер стихов το μέ-μέτρο των στίχων•

    ямбический размер ιαμβικό μέτρο.

    (μουσ.) μέτρο•

    вальсы и мазурки пишутся -ом в три четверти τα βαλς και οι μαζούρκες γράφονται σε μέτρο τρία τέταρτα (зд)-размеренность, -и θ.

    ρυθμικότητα, κανονικότητα, μέτρο.

    Большой русско-греческий словарь > размер

  • 60 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

См. также в других словарях:

  • μέγεθος — greatness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — το ους, η έκταση ή ο όγκος κάποιου πράγματος (ύψος, πλάτος, μήκος, πλήθος, σπουδαιότητα κτλ.): Το μέγεθος του οικοπέδου. – Το μέγεθος της συμφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθμωτό μέγεθος — Όρος της φυσικής που σημαίνει ένα μέγεθος το οποίο καθορίζεται πλήρως από την αριθμητική τιμή του και από τη χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης. Ο όρος χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον όρο διανυσματικό μέγεθος. Παραδείγματα β.μ. είναι η μάζα …   Dictionary of Greek

  • ενθαλπία — Μέγεθος που καθορίζει την ενέργεια που προκύπτει από την κατάσταση ενός συστήματος και δίνεται από την εξίσωση Η = U + PV, όπου Η η ε., U η εσωτερική ενέργεια του συστήματος, Ρ η πίεση και V ο όγκος. Η ε. ενός συστήματος εξαρτάται από πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • μεγέθει — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεγέθεϊ , μέγεθος greatness neut dat sg (epic ionic) μέγεθος greatness neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγέθη — μέγεθος greatness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μέγεθος greatness neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμπυλότητα — Μέγεθος που χαρακτηρίζει την απόκλιση μιας καμπύλης ή επιφάνειας από την ευθεία γραμμή ή το επίπεδο. κ. πεδίου ειδώλου. Μία από τις παρεκκλίσεις των οπτικών συστημάτων. Γενικά, ένα επίπεδο αντικείμενο κάθετο στον άξονα ενός οπτικού συστήματος δεν …   Dictionary of Greek

  • ημίτονο — Μέγεθος της τριγωνομετρικής συνάρτησης, σύμφωνα με το οποίο θεωρούμε στο επίπεδο ένα ορθοκανονικό σύστημα συντεταγμένων xOy και την περιφέρεια αυτού του επιπέδου με κέντρο το Ο και ακτίνα l. Έστω τώρα x ένας πραγματικός αριθμός· o x μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • μεγεθέων — μέγεθος greatness neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγεθῶν — μέγεθος greatness neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»