-
1 gübre
λίπασμα, κοπριά -
2 engrais
λίπασμα -
3 hnojivo
λίπασμα -
4 fertiliser
λίπασμα -
5 fertilizer
λίπασμα -
6 удобрение
1. (действие) η λίπανση 2. (ве-щество) το λίπασμαвносить - λιπαίνω, ρίχνω λίπασμαминеральное - ορυκτό/φυσικό -промышленное - βιομηχανικό -, сложное - σύνθετο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удобрение
-
7 удобрение
-
8 удобрить
-
9 химический
химический χημικός; \химическийое удобрение το τεχνητό λίπασμα* * *хими́ческое удобре́ние — το τεχνητό λίπασμα
-
10 известь
η άσβεστ/ος, ο ασβέστηςполучать - обжигом известняка παράγω την - ο διά μέσου πύρωσης του ασβεστόλιθουбелильная - см. хлорная -гидратная - η υδράσβεστος, το υδροξείδιο - ουпобелочная - για άσπρισμα, το ασβέστωμα- σε σκόνηхлорная - χλωριούχος -, η χλωράσβεστοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > известь
-
11 преципитат
хим. 1. (осадок) το κατα-κρήμνισμα 2. (фосфорное удобрение) το φωσφορούχο λίπασμα (СаНР04 х 2Η20) που περιέχει 22-38% Ρ20,Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преципитат
-
12 селитра
το νίτρο, το αζωτούχο λίπασμα, το νιτρικό άλαςнатриевая - см. чилийская -чилийская - της Χιλής, το νιτρικό νάτριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > селитра
-
13 тук
(минеральное удобрение) το ορυκτό λίπασμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тук
-
14 флюс
I.тех. το συλλίπασματο λίπασμα για συγκόλλησητο τακερόνη τηκτική ουσίαбескислородный (св.) - χωρίς οξυγόνοII. (нарыв, вызванный больным зубом и сопровождающийся опухолью щеки) το απόστημα (των ούλων), το πρήξιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флюс
-
15 компост
компостм с.-х. τό λίπασμα. -
16 удобрение
удобрени||ес с.-х.1. (действие) ἡ λί-πανση [-ις]/ ἡ κόπριση [-ις], τό κόπρισμα γής (навозом)·2. (вещество) τό λίπασμα:азотные \удобрениея τα ἀζωτοῦχα λιπάσματα· минеральные \удобрениея τά ὁρυκτά λιπάσματα· химические \удобрениея τά χημικά λιπάσματα у -
17 compost
-
18 fertiliser
[-ti-]noun (a substance (manure, chemicals etc) used to make land (more) fertile.) λίπασμα -
19 fertilizer
[-ti-]noun (a substance (manure, chemicals etc) used to make land (more) fertile.) λίπασμα -
20 гуано
ουδ. άκλ. κοπριά των πτηνών της Περουβίας ως λίπασμα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λίπασμα — a greasy form of ulceration neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίπασμα — το (Α λίπασμα) [λιπαίνω] νεοελλ. 1. φυσική ή τεχνητή ουσία που προστίθεται στο έδαφος για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα τών φυτών (α. «φυσικά λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα») 2. φρ … Dictionary of Greek
λίπασμα — το, ατος φυσική ή τεχνητή ουσία που βοηθάει στην ανάπτυξη των φυτών: Η κοπριά είναι ζωικό λίπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιπασμάτων — λίπασμα a greasy form of ulceration neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσμασι — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσμασιν — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσματα — λίπασμα a greasy form of ulceration neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσματι — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσματος — λίπασμα a greasy form of ulceration neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek
κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek