-
21 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
22 решётка
1. тех. η σχάρα, το δικτυωτόкингстонная - мор. το δικτυωτό κιβώτιο θαλάσσηςкристаллическая гексагональная - το (μέγιστης πυκνότητας) εξαγωγικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая гране-центрированная кубическая - εδροκεντρω-μένο κυβικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая объёмно-центрированная кубическая - το χωροκεντρωμένο κυβικό κρυσταλλικό πλέγμαкристаллическая предохранительная - ав. (предотвращающаяпопадание птиц в двигатель) το πλέγμααποτροπής αναρρόφησης (πουλιών)2. (структура) мат. ηαλγεβρική δομή 3. (заграждение, ограда) τα κάγκελα, το κιγκλίδωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > решётка
-
23 термостат
1. физ., хим. о θερμοστάτης, о θερμορυθμιστής 2. (сосуд или шкаф с постоянной температурой) το κιβώτιο σταθερής θερμοκρασίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термостат
-
24 шкаф
1. тех. το κιβώτιοпитающий - свз. τροφοδότησηςхолодильный - с автоматическим оттаиваниемо ψυκτικός θάλαμος με αυτόματη απόψυξη2.(мебель) το ερμάριο, η ντουλάπα (ξεν.)- для белья το ερμάριο, разг. η ντουλάπαнесгораемый - άκαυστο -, το χρηματοκιβώτιοстенной - σύνθετο -, разг. το σύνθετοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шкаф
-
25 короб
коробм τό κουτί, τό κιβώτιο[ν]· ◊ наговорить с три \короба разг λέω πολλά λόγια· целый \короб новостей ἕνα σωρό νέα. -
26 коробка
коробкаж τό κουτί:картонная \коробка κουτί ἀπό χαρτόνι· жестяная \коробка τενεκεδένιο κουτί· \коробка спичек τό κουτί σπίρτα· \коробка конфет τό κουτί μέ σοκολατίνια· <> черепная \коробка анат. τό κρανίο[ν]· \коробка скоростей тех. τό κιβώτιο[ν] ταχυτήτων. -
27 скорость
скорост||ьж ἡ ταχύτητα [-ης]:\скорость зву́ка ἡ ταχύτης τοῦ ήχου· на полной \скоростьи μέ ὅλην τήν ταχύτητα· коро́бка \скоростьей тех. τό κιβώτιο ταχυτήτων. -
28 сундук
сунду́км τό σεντοῦκι, τό κιβώτιο[ν], τό μπαοῦλο. -
29 ящик
ящикм τό κιβώτιο[ν], ἡ κάσα, τό κα-σόνι, ἡ κασέλα/ τό κουτί (маленький)/ ἡ σκευοθήκη (с перегородками)/ τό συρτάρι (выдвижной):почтовый \ящик τό γραμματοκιβώτιο· ◊ зарядный \ящик воен. τό βλητόρον сыграть в \ящик разг τά τινάζω· откладывать в долгий \ящик βάζω στό χρονοντούλαπο. -
30 box
I 1. [boks] noun1) (a case for holding something: a wooden box; a matchbox.) κουτί2) (in a theatre etc, a group of seats separated from the rest of the audience.) χωριστό θεωρείο2. verb(to put (something) into boxes: Will you box these apples?) συσκευάζω σε κιβώτιο- box number
- box office II 1. [boks] verb(to fight (someone) with the fists: Years ago, fighters used to box without wearing padded gloves.) πυγμαχώ2. noun(a blow on the ear with the hand.) φάπα, καρπαζιά- boxer- boxing
- boxing-glove
- boxing-match -
31 case
I [keis] noun1) (an instance or example: another case of child-beating; a bad case of measles.) περιστατικό2) (a particular situation: It's different in my case.) περίπτωση3) (a legal trial: The judge in this case is very fair.) δικαστική υπόθεση4) (an argument or reason: There's a good case for thinking he's wrong.) λόγος, επιχείρημα5) ((usually with the) a fact: I don't think that's really the case.) πραγματικότητα6) (a form of a pronoun (eg he or him), noun or adjective showing its relation to other words in the sentence.) πτώση (γραμματική)•- in case- in case of
- in that case II [keis] noun1) (a container or outer covering: a case of medical instruments; a suitcase.) θήκη, βαλίτσα2) (a crate or box: six cases of whisky.) κιβώτιο3) (a piece of furniture for displaying or containing things: a glass case full of china; a bookcase.) βιτρίνα, βιβλιοθήκη, προθήκη -
32 container
1) (something made to contain things: He brought his lunch in a plastic container.) δοχείο2) (a very large sealed metal box for carrying goods on a lorry, ship etc: The ship carried twenty containers; ( also adjective) a container ship, a container lorry.) μεγάλο κιβώτιο εμπορευμάτων, κοντέινερ -
33 gearbox
noun (the part of a car etc which has the gears in it.) κιβώτιο ταχυτήτων -
34 packing-case
noun (a (large) wooden box in which goods are packed and sent from place to place.) κιβώτιο συσκευασίας -
35 ящик
[γιάστσικ] ουσ. α. κιβώτιο, κάσα, κασέλα, κουτί, συρτάρι -
36 ящик
[γιάστσικ] ουσ α κιβώτιο, κάσα, κασέλα, κουτί, συρτάρι -
37 в
κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•
товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•
уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•
живу в Афинах ζω στην Αθήνα•
подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•
учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•
уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•
он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.
2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•
сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.
3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•одеться в шубу φορώ τη γούνα•
4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•
длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.
5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•
в один день (μέσα) σε μια μέρα•
в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•
приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•
разница в годах διαφορά στα χρόνια.
|| προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.6. δείχνει πολλαπλάσιο•в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.
7. χάριν, για, στο, στα•сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.
8. δείχνει ομοιότητα•мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.
9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•
в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.
10. δείχνει τη σειρά• κατά•во-первых (κατά) πρώτον•
в-третьих (κατά) τρίτον•
в-шестых έκτον.
-
38 заделать
ρ.σ.μ. κλείνω, βουλώνω, στουπώνω, επιστομώνω•заделать щели βουλώνω τις χαραμάδες•
заделать дыру βουλώνω την τρύπα.
|| φράζω, κλείνω•заделать дверь каменной кладкой κλείνω την πόρτα με πέτρινο τοίχο.
|| συσκευάζω•-ящик συσκευάζω κιβώτιο.
εκφρ.заделать семена – σπέρνω, σκεπάζω τους σπόρους.(διαλκ.) γίνομαι, καθίσταμαι•заделать машинистом γίνομαι μηχανοδηγός.
-
39 коробка
-и θ.1. κουτί• κουτάκι•коробка спичек κουτάκι σπίρτων, σπιρτοκούτι•
картонная коробка χαρτονένιο κουτί.
|| η κάψα, καρίκι.2. σκελετός κτιρίου.3. πλαίσιο, τετράξυλο, τελάρο.εκφρ.коробка скоростей – κιβώτιο ταχυτήτων•черепная коробка – κρανιακή κάψα, κρανίο. -
40 ледник
-а α.1. υπόγειο ψυγείο (με πάγο ή χιόνι)• ειδικό κιβώτιο-ψυγείο.2. παγετώνας, ογκόπαγος.
См. также в других словарях:
κιβώτιο — το (ΑΜ κιβώτιον, Μ και κιβώτιν) μεγάλη ή μικρή θήκη από ξύλο ή άλλο υλικό σχήματος ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, με κάλυμμα επίπεδο ή κυρτό, στην οποία φυλάσσονται ή τοποθετούνται για μεταφορά τρόφιμα, εμπορεύματα, ρούχα κ.ά. αντικείμενα, κουτί,… … Dictionary of Greek
κιβώτιο — το μπαούλο, κασέλα: Έβαλε τα βιβλία του σ ένα κιβώτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
μειωτής στροφών — Μηχανική συσκευή, κατάλληλη για τη μετάδοση της ισχύος με ταυτόχρονη μείωση των στροφών. Αποτελείται από οδοντωτούς τροχούς, οι οποίοι είναι στερεωμένοι συνήθως σε ένα μεταλλικό κιβώτιο. Από το κιβώτιο βγαίνουν δύο άξονες· ο ένας συνδέεται με τον … Dictionary of Greek
γραμματοκιβώτιο — το 1. κιβώτιο στο ταχυδρομείο ή σε κεντρικά σημεία τής πόλης στο οποίο ρίχνονται επιστολές για ταχυδρόμηση 2. κιβώτιο στην είσοδο σπιτιών ή γραφείων στο οποίο ο ταχυδρόμος ρίχνει τις επιστολές για τους ενοίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) +… … Dictionary of Greek
κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… … Dictionary of Greek
κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… … Dictionary of Greek