-
1 κασκόλ
1) écharpe2) éventé3) fichu4) foulard
См. также в других словарях:
κασκόλ — το (λ. γαλλ.), άκλ., πλεχτό περιλαίμιο που προφυλάσσει το λαιμό από το κρύο: Πάρε και το κασκόλ σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κασκόλ — το μακρόστενο πλεκτό ή από ύφασμα περιλαίμιο που προφυλάσσει τον λαιμό από το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache col από cacher «κρύβω» και col «λαιμός»] … Dictionary of Greek
PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded … Wikipedia
περιλαίμιο — το καθετί που φοριέται γύρω από το λαιμό, γιακάς, γραβάτα, κασκόλ, σάλι, κολάρο: Οριζόντιο περιλαίμιο, το παπιγιόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)