-
1 порок
порок м 1) το ελάττωμα, το μειονέκτημα 2): \порок сердца το καρδιακό νόσημα* * *м1) το ελάττωμα, το μειονέκτημα2)поро́к се́рдца — το καρδιακό νόσημα
-
2 болезнь
η ασθένεια, η νόσος, το νόσημα, η αρρώστιαбазедова - мед. η εξόφθαλμος βρογχοκήλη, η Βασεδόβια νόσοςзаразная - μεταδοτική -, λοιμώδης -неизлечимая - ανία-τη/αγιάτρευτη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болезнь
-
3 сердечный
сердечн||ыйпр-ил.1. (относящийся к сердцу, тж. анат.) καρδιακός:\сердечныйая болезнь τό καρδιακό νόσημα· \сердечныйый припадок ἡ καρδιακή κρίση, ὁ καρδιακός παροξυσμός· \сердечныйая мклшца τό μυοκάρδιον \сердечныйый больной ὁ καρδιακός, ὁ καρδιοπαθής·2. (искренний) ἐγκάρδιος, ἐπιστήθιος, εἰλικρινής:\сердечныйый друг καρδιακός φίλος, ἐπιστήθιος φίλος· \сердечныйое поздравление τό ἐγκάρδιο συγχαρητήριο. -
4 сердце
сердц||ес в разн. знач. ἡ καρδιά, ἡ καρδία:болезни \сердцеа τά καρδιακά νοση-ματα, οἱ καρδιοπάθειες· порок \сердцеа τό καρδιακό νόσημα· доброе \сердце ἡ καλή (или ἡ ἀγατή) καρδιά· каменное \сердце ἡ καρδιά πέτρα· покорить чье-л, \сердце αίχμαλωτίζω, μαγεύω· открыть кому-л, \сердце ἀνοίγω σέ κάποιον τήν καρδιά μου· принимать близко к \сердцеу τό παίρνω κατάκαρδα· \сердце мое разрывается ραγίζει ἡ καρδιά μου· \сердце мое обливается кровью μοῦ ματώνει ἡ καρδιά· щемит \сердце σφίγγει ἡ καρδιά, πονεῖ ἡ καρδιἄ у меня \сердце не лежит кчему́-л., к кому́-л. δεν μέ τραβάει· у меня тяжело́ на \сердце ἔχω βάρος στήν καρδιά μου, βαρυθυμω· у меня \сердце замирает μοῦ κόβεται ἡ ἀναπνοή· с замиранием \сердцеа μέ συγκρατημένη ἀναπνοή· с открытым \сердцеем μέ ἀνοιχτή καρδιά· с тяжелым \сердцеем μέ βαρειά καρδιά· с легким \сердцеем χωρίς δισταγμό· от всего \сердцеа μέ ὅλη μου τήν καρδιά, ἐξ ὅλης καρδίας· всем \сердцеем μ' ὁλην μου τήν καρδιά· ◊ скрепя \сердце ἀνόρεχτα, μέ τό στανιό· положи ру́ку на \сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά· отлегло́ от \сердцеа καθησυχάζω (άμετ.)· брать за \сердце συγκινώ· сорвать \сердце на ко́м-л. ξεσπάνω, ξεθυμαίνω σέ κάποιον в \сердцеа́х πάνω στον θυμό· с глаз долой \сердце из \сердцеа вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται.
См. также в других словарях:
καρδιακός — ή, ό (AM καρδιακός, ή, όν) [καρδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά ή που σχετίζεται με την καρδιά («καρδιακό νόσημα») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από καρδιακό νόσημα 2. το θηλ. ως ουσ. η καρδιακή βοτ. γένος φυτών τής… … Dictionary of Greek
καρδιακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά: Πάσχει από καρδιακό νόσημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek