-
21 убедительный
убедительн||ыйприл1. πειστικός:\убедительныйый довод τό πειστικό ἐπιχείρημα·2. (настоятельный) ἐπίμονος:\убедительныйая просьба ἡ ἐπίμονη παράκληση. -
22 аргумент
[αργκουμιέντ] ουσ. α επιχείρημα -
23 довод
[ντόβατ] ουσ α. επιχείρημα -
24 аргумент
[αργκουμιέντ] ουσ α επιχείρημα -
25 довод
[ντόβατ] ουσ α επιχείρημα -
26 аргументация
-и θ.1. επιχείρημα.2. επιχειρηματολογία. -
27 аргументировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ.φέρνω, παρουσιάζω επιχείρημα, -τα.υπερασπίζομαι με επιχειρήματα. -
28 весомый
επ., βρ: -сом, -а, -о1. βαρύς, -ιός.2. μτφ. σοβαρός, σημαντικός• αισθητός•весомый аргумент σοβαρό επιχείρημα.
-
29 логический
επ.της λογικής•-ие законы αρχές (νόμοι) της λογικής.
|| λογικός, της λογικής διάρθρωσης (σειράς)•логический вывод λογικό συμπέρασμα•
логический довод λογικό επιχείρημα•
-ое противоречие λογική αντίφαση (αντιτιθέμενη στη λογική)•
-ая связь λογική σύνδεση•
-ая последовательность λογική σειρά.
εκφρ.- ое ударение – ο λογικός τόνος (τονισμός) στην πρόταση. -
30 мотив
-а α.1. αφορμή• πρόφαση• αιτία, αίτιο κίνητρο. || επιχείρημα, συλλογισμός (για υποστήριξη).2. (φιλγ.) μοτίβο, συστατικό έργου.3. (μουσ.) σκοπός, μοτίβο. -
31 опасный
επ., βρ: -сен, сна-оноεπικίνδυνος•опасный путь επικίνδυνος δρόμος•
-ое предприятие επικίνδυνο επιχείρημα (εγχείρημα).
|| σοβαρός, κρίσιμος βαρύς•-ая болезнь βαριά άρρωστεια•
опасный больной ο βαριά άρρωστος.
-
32 опровергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ.:опроверг-ла, -лоρ.σ.μ.διαψεύδω, ανασκευάζω, αντικρούω•опровергнуть слухи διαψεύδω τις φήμες•
-доказательство αντικρούω το επιχείρημα•
свидетельство ανασκευάζω τη μαρτυρία•
опровергнуть самого себя διαψεύδω τον ίδιο τον εαυτό μου.
|| αναιρώ, ανατρέπω•опровергнуть возведнное обвинение αναιρώ την αποδιδόμενη κατηγορία.
-
33 разоружить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разоруженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. αφοπλίζω• ξαρματώνω•разоружить противника αφοπλίζω τον εχθρό•
разоружить отряд αφοπλίζω τμήμα (στρατιωτικό)•
разоружить судно ξαρματώνω σκάφος.
2. μτφ. αφαιρώ κάθε επιχείρημα•разоружить идейно αφοπλίζω ιδεολογικά.
(κυρλξ. κ. μτφ.) αφοπλίζομαι• ξαρματώνομαι. -
34 трюк
-а α.επιδεξιότητα• τολμηρό επιχείρημα• κόλπο• τρυκ•акробатический трюк ακροβατικό τρυκ.
|| απάτη, τέχνασμα, λοβιτούρα• ελιγμός ξαφνικός. -
35 уважительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. σοβαρός, σπουδαίος•-ая причина σοβαρή αιτία•
уважительный довод σοβαρό επιχείρημα.
2. σεβαστός, σεβάσμιος• σεπτός.3. (απλ.) με σεβασμό με εκτίμηση. -
36 уничтожающий
επ. από μτχ.1. καταστρεπτικός, εξολοθρευτικός, εξοντωτικός• ολέθριος•уничтожающий пулемётный огонь τα θεριστικά πυρά των πολυβόλων•
уничтожающий огонь артиллерии τα ολέθρια πυρά των πυροβόλων.
2. συντριπτικός• δριμύς, τσουχτερός•уничтожающий аргумент συντριπτικό επιχείρημα•
-ая критика δριμεία κριτική.
3. περιφρονητικός•уничтожающий взгляд περιφρονητική ματιά.
-
37 цеплять
ρ.δ.1. βλ. цепляться (1 σημ.).2. μ. αγκιστρώνω, γαντζώνω. || καρφιτσώνω, κρεμώ• σκαλώνω.1. αγκιστρώνομαι, γαντζώνομαι• σκαλώνω• πιάνομαι, κρεμιέμαι.2. (απλ.) μτφ. πιάνομαι από κάτι (για δικαιολογία, επιχείρημα).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιχείρημα — undertaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… … Dictionary of Greek
επιχείρημα — το, ατος 1. απόπειρα, τόλμημα. 2. συλλογισμός με τον οποίο επιχειρεί κανείς να αποδείξει κάτι ως αληθινό ή ψεύτικο: Δεν έχει επιχειρήματα. 3. (λογ.), απλός συλλογισμός στον οποίο η μια από τις δύο προκείμενες ή και οι δύο έχουν προσαρτημένη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιχειρημάτων — ἐπιχείρημα undertaking neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασιν — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματος — ἐπιχείρημα undertaking neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
αντεπιχείρημα — το επιχείρημα που προβάλλεται για να καταρρίψει άλλο επιχείρημα … Dictionary of Greek