-
21 керн
1. горн. (образец горной породы) το δείγμα (ορυκτού) 2. (мет.-об.) (точка, получаемая при разметке заготовки кернером) το σημείο, η κέρνα (ξεν.) 3. (измерительного прибора) о αξονίσκος της έδρασης (του εργαλείου μέτρησης) 4. эл. о πυρήναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > керн
-
22 магнит
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнит
-
23 микрошлиф
η μικροτομήτο μικρό δείγμα (με λεία επιφάνεια) για χημική έρευνα/εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > микрошлиф
-
24 подпись
1. (собственноручно написанная фамилия под чем-л.) η υπογραφ/ήза-свидетельствование - и επικύρωση της - ής, иметь право первой - и έχω το δικαίωμα πρώτης - ής-2. (надпись под чём-л., на чём-л.) η επιγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подпись
-
25 подтенять
(образец в микроскопии) σκιάζω, σχηματίζω σκιές (στο δείγμα για να γίνει πιο έντονο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подтенять
-
26 показатель
1. тех. ο δείκτης, ο συντελεστής- адиабаты αδιαβατικός -, αδιά-θερμος -водородный - το δυναμικό /η δύναμη του υδρογόνου, το (pH)- преломления относительный - της διάθλασης, σχετικός2. мат. о εκθέτης 3. (то, по чемуможно судить ο развитии, ходе чего-л.) ηένδειξη, η κατάδειξη, το δείγμα, το μέτρο, τοκριτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показатель
-
27 препарат
1. (химический или фармацевтический продукт лабораторного или фабричного изготовления) το παρασκεύασμα 2. (химическое вещество, приготовленное для исследования) το παρασκεύασμαрадиоактивный - ραδιενεργό - Зачасти животного или растительного организма приготовленные для исследования наблюдения и т.п.) το δείγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > препарат
-
28 проба
1. (испытание, проверка) η δοκιμή, το πείραμα, η δοκιμασία, η εξέταση, ο έλεγχος, η αντίδραση 2. (образец) το δείγμα 3. (количество частейдрагоценного металла, заключающееся вопределённом числе весовых долей сплава, а также клеймо, обозначающее это количество) о βαθμ/ός (των ευγενών μετάλλων)устанавливать - у προσδιορίζω το - ό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проба
-
29 темплет
1. (шаблон, модель) το ιχνάρι 2. (в металловедении) το επίπεδο δείγμα (προς ανάλυση μικροδομής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > темплет
-
30 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
31 дань
даньж1. ист. ὁ φόρος ὑποτέλειας, τό χαράτσι:взимать (платить) \дань παίρνω (πληρώνω) φόρο ὑποτελείας·2. перен:отдать \дань чему-л., кому-л. ἀποτίνω φόρο τιμής σέ κάποιον \дань уважения δείγμα σεβασμού. -
32 доказательство
доказательст||вос1. (довод) ἡ ἀπό-δειξη [-ΐζ]. ἡ μαρτυρία, τό τεκμήριο[ν] / τό <-ημείο[ν], τό δείγμα (знак, признак):вещественные \доказательствова юр. τά ὑλικά τεκμήρια· неопровержимое \доказательство ἡ ἀδιάψευστη ἀπόδειξη [-ις]· приводить \доказательствова προσάγω ἐπιχειρήματα· в \доказательство γιά νά τό ἀποδείξω, προς ἀπόδειξιν2. мат ἡ ἀπόδειξη [-ις]. -
33 образчик
образчикм1. см. образец Γ2. (ткани, бумаги и т. п.) τό δείγμα·3. перен (наглядное свидетельство чего-л.) τό πρότυπο. -
34 проба
проб||аж1. (действие) ἡ δοκιμή, ἡ πρόβα:\проба сил ἡ δοκιμή τῶν δυνάμεων \проба голоса ту δοκιμή τής φωνής· \проба пера τό πρωτόλειο[ν], τό δοκίμιο[ν]· взять на \пробау παίρνω γιά δοκιμή·2. (образчик) τό δείγμα·3. (клеймо на благородных металлах) ἡ βούλλα, ἡ σφραγίδα·4. (золота, серебра) ὁ τίτλος:золото пятьдесят шестой \пробаы χρυσός μέ τίτλο πενήντα ἔξι. -
35 экспоиат
экспои||атм τό Εκθεμα/ τό δείγμα (образчик). -
36 cross-section
1) ((a drawing etc of) the area or surface made visible by cutting through something, eg an apple.) εγκάρσια τομή2) (a sample as representative of the whole: He interviewed a cross-section of the audience to get their opinion of the play.) αντιπροσωπευτικό δείγμα -
37 demo
['deməu]plural - demos; noun1) ((usually) a recording sent to radio stations or producers to show the ability of a musician, singer etc or an example of a computer program etc meant to promote sales.) δείγμα μουσικού κομματιού, `ντέμο`2) (a demonstration.) επίδειξη -
38 example
1) (something that represents other things of the same kind; a specimen: an example of his handwriting.) δείγμα2) (something that shows clearly or illustrates a fact etc: Can you give me an example of how this word is used?) παράδειγμα3) (a person or thing that is a pattern to be copied: She was an example to the rest of the class.) υπόδειγμα4) (a warning to be heeded: Let this be an example to you, and never do it again!) μάθημα•- make an example of
- set someone an example
- set an example -
39 pledge
[ple‹] 1. noun1) (a promise: He gave me his pledge.) υπόσχεση2) (something given by a person who is borrowing money etc to the person he has borrowed it from, to be kept until the money etc is returned: He borrowed $20 and left his watch as a pledge.) ενέχυρο3) (a sign or token: They exchanged rings as a pledge of their love.) δείγμα,τεκμήριο2. verb1) (to promise: He pledged his support.) υπόσχομαι2) (to give to someone when borrowing money etc: to pledge one's watch.) βάζω ενέχυρο -
40 sample
1. noun(a part taken from something to show the quality of the whole: samples of the artist's work; ( also adjective) a sample tube of ointment.) δείγμα2. verb(to test a sample of: He sampled my cake.) δοκιμάζω
См. также в других словарях:
δεῖγμα — sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… … Dictionary of Greek
δείγμα — το 1. μικρό μέρος εμπορεύματος που δίνεται για δοκιμή στον ενδιαφερόμενο, ώστε να σχηματίσει γι’ αυτό μια συνολική εικόνα: Οι εταιρείες καλλυντικών πάντα δίνουν δείγματα από τις καινούριες κρέμες στις πελάτισσές τους. 2. απόδειξη, τεκμήριο: Έδωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖγμ' — δεῖγμα , δεῖγμα sample neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Образец — • Δείγμα, образчик, по которому купец (εμπορος) подавал товар. Такие образчики или разносились по городу, или выставлялись в назначенном для этого месте, которое в Афинах находилось в Пирсе и само также называлось Д., см. Attica,… … Реальный словарь классических древностей
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek