Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+γάλα

  • 101 подсинить

    ρ. σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подсинённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    γαλα-ζιώνω, κυανίζω. || λουλακιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > подсинить

  • 102 почём

    επίρ. ερωτημ. πόσο; (κοστίζει, έχει, κάνει)•τι τιμή; ποια η τιμή;•

    почём помидоры? πόσο έχουν οι ντομάτες;•

    почём молоко? τι τιμή έχει το γάλα;

    εκφρ.
    почём знать – (απλ.) από που ξέρω (εγώ), που να ξέρω, ξέρω κι εγώ, αγνοώ πως και που.

    Большой русско-греческий словарь > почём

  • 103 пригарь

    θ. (απλ.) τσίκνα•

    молоко с -ю γάλα τσικνωμένο.

    Большой русско-греческий словарь > пригарь

  • 104 пригорелый

    επ.
    λίγο καμένος•

    пригорелый пирог πίτα λίγο καμένη.

    || τσικνωμένος•

    -ое молоко τσι-κνωμένο γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > пригорелый

  • 105 прокипятить

    ρ.σ.μ.
    βράζω•

    прокипятить молоко βράζω το γάλα•

    прокипятить хирургические инструменты βράζω τα χειρουργικά εργαλεία•

    прокипятить бель βράζω (ζεματίζω) τα ρούχα.

    Большой русско-греческий словарь > прокипятить

  • 106 прокиснуть

    -нет, παρλθ. χρ. прокис
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    ξυνίζω•

    молоко -ло το γάλα ξύνισε.

    Большой русско-греческий словарь > прокиснуть

  • 107 пропоить

    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) ξοδεύω για κρασί (για κάποιον)•

    я -ил его десять рублей εγώ τον πότισα δέκα ρούβλια,.

    2. βυζαίνω, αφήνω να-πιει•

    пропоить телнка молоком три месяца αφήνω το μοσχαράκι να πιει γάλα τρεις μήνες.

    Большой русско-греческий словарь > пропоить

  • 108 прятать

    прячу, прячешь
    ρ.δ.μ.
    1. κρύβω,κρύπτω, αποκρύπτω•

    неизвестно где (куда) он прячет деньги κανένας δεν ξέρει που κρύβει αυτός τα χρήματα.

    2. μτφ. κρατώ μυστικό•

    не прячь своих мыслей μη κρύβεις τις σκέψεις σου.

    || φυλάγω•

    прятать молоко в подвале διατηρώ το γάλα στο υπόγειο.

    εκφρ.
    прятать глаза (взгляд) – κρύβω το πρόσωπο (φοβούμαι να αντ ικρύσω).
    κρύβομαι•

    прятать от кого κρύβομαι από κάποιον•

    солнце -лось за хребет ο ήλιος βασίλεψε πίσω από τη βουνοκορφή (κορυφογραμμή).

    || μτφ. καλύπτομαι, καμουφλαρίζομαι•

    прятать за словами καμουφλαρίζομαι με λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > прятать

  • 109 птичий

    -ья, -ье
    επ.
    1. του πτηνού, του πουλιού•

    -ье гнездо φωλιά του πουλιού•

    -ье мясо κρέας πουλιού•

    -ья клетка κλουβί πουλιού•

    птичий корм πτηνοτροφή.

    2. σαν του πουλιού•

    -ьж глаза μάτια σαν του πουλιού (μικρά).

    εκφρ.
    птичий глаз – είδος σφένδαμνου•
    птичий дворβλ. птичник (1 σημ.)• на -ьих правах η μη σταθερή εξασφάλιση ή κατοχύρωση• σήμερα έχω, αύριο όεν έχω•
    - ье молоко – του πουλιού το γάλα (αφθονία αγαθών).

    Большой русско-греческий словарь > птичий

  • 110 разбавить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. αραιώνω• νερώνω•

    разбавить краску αραιώνω το χρώμα•

    разбавить вино, молоко νερώνω το κρασί, το γάλα,

    2. μτφ. ελαττώνω, μειώνω την αξία,
    αραιώνομαι (για υγρά).

    Большой русско-греческий словарь > разбавить

  • 111 раздоить

    -дою, -доишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздоенный, βρ: -доен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αρμέγω περισσότερο, αυξαίνω την απόδοδση γάλατος.
    αρχίζω να αποδίδω περισσότερο γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > раздоить

  • 112 сбежать

    сбегу, сбежишь, сбегут ρ. σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω.
    2. ρέω, τρέχω• κυλώ•

    слеза -ла по щеке δάκρυ κύλισε στο μάγουλο.

    || φεύγω, λιώνω, σηκώνομαι•

    -ал снег σηκώθηκε το χιόνι.

    || βγαίνω, φεύγω• ξεβάφω, αποχρωματίζομαι•

    краска -ла βγήκε η μπογιά.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    улыбка -ла χάθηκε το χαμόγελο.

    3. ξεχειλίζω, χύνομαι (κατά το βράσιμο)•

    молоко -ло χύθηκε το γάλα (από το σκεύος).

    4. δραπετεύω•

    сбежать из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || φεύγω, το σκάζω•

    сбежать с уроков το σκάζω από τα μαθήματα.

    1. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι• συρρέω.
    2. παλ. συναντιέμαιτρέχοντας • συνωθούμαι τρέχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > сбежать

  • 113 сбить

    собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.
    1. καταρρίπτω χτυπώντας•

    сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•

    сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•

    сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.

    || αποσπώ• σπάζω•

    сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.

    || απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•

    сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),

    2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•

    сбить каблук χαλνώ το τακούνι•

    сбить подковы φθείρω τα πέταλα.

    || γρατσουνιζω, εκδέρω.
    3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•

    сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•

    сбить планы χαλνώ τα σχέδια.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•

    сбить с дороги εκτρέπω της οδού.

    5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.
    6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•

    сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•

    на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.

    7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•

    сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.

    || χτυπώ., προκαλώ πτώση•

    сбить цену χτυπώ την τιμή.

    8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•

    сбить полы φτιάχνω πατώματα•

    сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.

    9. μαζεύω, συγκεντρώνω•

    сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.

    || δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.
    10. χτυπώ, δέρνω•

    сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.

    || (για μαλλιά)• ανακατώνω.
    11. εξάγω, βγάζω•

    сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).

    || ετοιμάζω, φτιάχνω•

    сбить шерсть ξένω το μαλλί•

    сбить печь φτιάχνω φούρνο.

    εκφρ.
    сбить спесь (гонор, форсκ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•
    сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.
    1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•

    бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•

    галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•

    шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•

    пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.

    || αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).

    2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.
    3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•

    сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.

    ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).
    4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.
    5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•

    он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.

    6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.
    7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.
    εκφρ.
    сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•
    сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•
    сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > сбить

  • 114 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

  • 115 сгущёнка

    θ. (απλ.) συμπυκνωμένο γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > сгущёнка

  • 116 сгущённый

    επ., από μτχ. συμπυκνωμένος, πυκτός•

    -ое молоко συμπυκνωμένο γάλα.

    Большой русско-греческий словарь > сгущённый

  • 117 сдоба

    θ.
    1. υλικό εμπλουτισμού του ζυμαριού (γάλα, βούτυρο, αυγά κλπ.).
    2. φραντζολάκι με εμπλουτισμένο ζυμάρι.

    Большой русско-греческий словарь > сдоба

  • 118 сдобить

    -блго, -бишь
    ρ.δ.μ.
    εμπλουτίζω ζυμάρι (με γάλα, αυγά κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > сдобить

  • 119 сдобный

    επ., βρ: -бен, -бна, -бно.
    1. εμπλουτισμένος (με γάλα, αυγά κλπ.)•

    сдобный ая булка φραντζολάκι εμπλουτισμένο, αφράτο, εκλετό.•

    2. μτφ. αφράτος, τρυφερός•

    -ая женщина αφράτη γυναίκα.

    Большой русско-греческий словарь > сдобный

  • 120 сливки

    -вок πλθ.
    1. ανθόγαλα, αφρόγαλα, αφρόκρεμα, αφρός, καϊμάκι•

    снять с молока βγάζω (παίρνω) την αφρόκρεμα από το γάλα•

    кофе со гами καφές με καϊμάκι.

    2. μτφ. το εκλεκτότερο μέρος.
    εκφρ.
    снять сливки – παίρνω την αφρόκρεμα (το εκλεκτότερο)•
    сливки общества – η αφρόκρεμα της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > сливки

См. также в других словарях:

  • γάλα — lac neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — το, ατος 1. υπόλευκο θρεπτικό υγρό που εκκρίνεται από τους μαστούς της γυναίκας ή των θηλαστικών ζώων: Μητρικό γάλα.–Πρόβειο γάλα.– Αγελαδινό γάλα. 2. κάθε υγρό που μοιάζει με γάλα: Γάλα καρύδας. 3. φρ., «Και του πουλιού το γάλα», το πιο σπάνιο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὀρνίθων γάλα. — ὀρνίθων γάλα. См. В Москве только нет птичьего молока …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Άγιο Γάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 169 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμανής του νομού Χίου. To όνομά του το οφείλει στην παλαιά εκκλησία Αγιογαλούσαινα, που βρίσκεται στο κοίλωμα του… …   Dictionary of Greek

  • ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… …   Dictionary of Greek

  • εβαπορέ — (γάλα) γάλα αποστειρωμένο με τη διέλευση κατά την επεξεργασία του από ατμό υπό πίεση …   Dictionary of Greek

  • γαλανείας — γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλάνα — γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc/acc dual (doric) γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλάνας — γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλ' — γάλα , γάλα lac neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»