-
1 βραδύ
βραδύςslow: masc voc sgβραδύςslow: neut nom /voc /acc sg -
2 βράδυ
eveningΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βράδυ
-
3 βραδύνηι
βραδύ̱νῃ, βραδύνωmake slow: aor subj mid 2nd sgβραδύ̱νῃ, βραδύνωmake slow: aor subj act 3rd sgβραδύ̱νῃ, βραδύνωmake slow: pres subj mp 2nd sgβραδύ̱νῃ, βραδύνωmake slow: pres ind mp 2nd sgβραδύ̱νῃ, βραδύνωmake slow: pres subj act 3rd sg -
4 βράδυν'
βράδῡνε, βραδύνωmake slow: pres imperat act 2nd sgβράδῡναι, βραδύνωmake slow: aor imperat mid 2nd sgβράδῡνα, βραδύνωmake slow: aor ind act 1st sg (homeric ionic)βράδῡνε, βραδύνωmake slow: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)βράδῡνε, βραδύνωmake slow: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
5 βραδύνετε
βραδύ̱νετε, βραδύνωmake slow: aor subj act 2nd pl (epic)βραδύ̱νετε, βραδύνωmake slow: pres imperat act 2nd plβραδύ̱νετε, βραδύνωmake slow: pres ind act 2nd plβραδύ̱νετε, βραδύνωmake slow: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
6 βραδύνω
βραδύ̱νω, βραδύνωmake slow: aor subj act 1st sgβραδύ̱νω, βραδύνωmake slow: pres subj act 1st sgβραδύ̱νω, βραδύνωmake slow: pres ind act 1st sgβραδύ̱νω, βραδύνωmake slow: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
7 βραδύνει
βραδύ̱νει, βραδύνωmake slow: aor subj act 3rd sg (epic)βραδύ̱νει, βραδύνωmake slow: pres ind mp 2nd sgβραδύ̱νει, βραδύνωmake slow: pres ind act 3rd sg -
8 βραδύνομεν
βραδύ̱νομεν, βραδύνωmake slow: aor subj act 1st pl (epic)βραδύ̱νομεν, βραδύνωmake slow: pres ind act 1st plβραδύ̱νομεν, βραδύνωmake slow: imperf ind act 1st pl (homeric ionic) -
9 βραδύνουσι
βραδύ̱νουσι, βραδύνωmake slow: aor subj act 3rd pl (epic)βραδύ̱νουσι, βραδύνωmake slow: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)βραδύ̱νουσι, βραδύνωmake slow: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
10 βραδύνουσιν
βραδύ̱νουσιν, βραδύνωmake slow: aor subj act 3rd pl (epic)βραδύ̱νουσιν, βραδύνωmake slow: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)βραδύ̱νουσιν, βραδύνωmake slow: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
11 βράδυνε
βράδῡνε, βραδύνωmake slow: pres imperat act 2nd sgβράδῡνε, βραδύνωmake slow: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)βράδῡνε, βραδύνωmake slow: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
12 βραδυνάντων
βραδῡνάντων, βραδύνωmake slow: aor part act masc /neut gen plβραδῡνάντων, βραδύνωmake slow: aor imperat act 3rd pl -
13 βραδυνόντων
βραδῡνόντων, βραδύνωmake slow: pres part act masc /neut gen plβραδῡνόντων, βραδύνωmake slow: pres imperat act 3rd pl -
14 βραδύναντα
βραδύ̱ναντα, βραδύνωmake slow: aor part act neut nom /voc /acc plβραδύ̱ναντα, βραδύνωmake slow: aor part act masc acc sg -
15 βραδύνεις
βραδύ̱νεις, βραδύνωmake slow: aor subj act 2nd sg (epic)βραδύ̱νεις, βραδύνωmake slow: pres ind act 2nd sg -
16 βραδύνεται
βραδύ̱νεται, βραδύνωmake slow: aor subj mid 3rd sg (epic)βραδύ̱νεται, βραδύνωmake slow: pres ind mp 3rd sg -
17 βραδύνηται
βραδύ̱νηται, βραδύνωmake slow: aor subj mid 3rd sgβραδύ̱νηται, βραδύνωmake slow: pres subj mp 3rd sg -
18 βραδύνητε
βραδύ̱νητε, βραδύνωmake slow: aor subj act 2nd plβραδύ̱νητε, βραδύνωmake slow: pres subj act 2nd pl -
19 βραδύνοντα
βραδύ̱νοντα, βραδύνωmake slow: pres part act neut nom /voc /acc plβραδύ̱νοντα, βραδύνωmake slow: pres part act masc acc sg -
20 βραδύνοντι
βραδύ̱νοντι, βραδύνωmake slow: pres part act masc /neut dat sgβραδύ̱νοντι, βραδύνωmake slow: pres ind act 3rd pl (doric)
См. также в других словарях:
βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα … Dictionary of Greek
βράδυ — το 1. η ώρα από τη δύση του ήλιου ως τη νύχτα: Δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ. 2. το σκοτάδι της νύχτας: Μας έπιασε το βράδυ κι ακόμη δεν τελειώσαμε τη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή … Dictionary of Greek
βραδύ — βραδύς slow masc voc sg βραδύς slow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνηι — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνῃ — βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj mid 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νῃ , βραδύνω make slow pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράδυν' — βράδῡνε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd sg βράδῡναι , βραδύνω make slow aor imperat mid 2nd sg βράδῡνα , βραδύνω make slow aor ind act 1st sg (homeric ionic) βράδῡνε , βραδύνω make slow aor ind act 3rd sg (homeric ionic) βράδῡνε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνετε — βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow aor subj act 2nd pl (epic) βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres imperat act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow pres ind act 2nd pl βραδύ̱νετε , βραδύνω make slow imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνω — βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres ind act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνει — βραδύ̱νει , βραδύνω make slow aor subj act 3rd sg (epic) βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind mp 2nd sg βραδύ̱νει , βραδύνω make slow pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνομεν — βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow aor subj act 1st pl (epic) βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow pres ind act 1st pl βραδύ̱νομεν , βραδύνω make slow imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)