-
81 ноша
но́шаж τό φορτίον, τό ἄχθος, τό βάρος, τό φόρτωμα:тяжелая \ноша τό βαρύ φορτίο. -
82 объедать
объедатьнесов1. τρώγω γύρω γύρω, ροκανίζω / τραγανίζω (обгладывать)·2. (кого-л.) разг τρώγω τό φαί κάποιου, τρώγω σέ βάρος ἀλλου. -
83 острить
острить Iнесов (заострять) ἀκονίζω, τροχίζω.острить IIнесов (говорить остроты) εὐφυολογῶ, κάνω πνεῦμα, λέγω καλαμπούρια:\острить на чей-л. счет κοροϊδεύω κάποιον, χωρατεύω σέ βάρος κάποιου. -
84 отяготить
отяготитьсов, отягощать несов φορτώνω, (έπι)βαρύνοο, δίνω βάρος. -
85 перевешивать
перевешиватьнесов1. (взвешивать заново) ξαναζυγίζω, ζυγίζω ἐκνέου·2. (вешать на другое место) κρεμάω ἀλλοῦ·3. (оказываться тяжелее) ὑπερβαίνω σέ βάρος, εἶμαι βαρύτερος·4. перен (превосходить) ὑπερέχω, ἐπικρατώ. -
86 пересмеиваться
пересмеиватьсянесов разг κρυφο-γελῶ σέ βάρος κάποιου. -
87 перетигивать
перети́гиватьнесов1. (перетаски^ вать) τραβώ, σέρνω, σύρω, Ελκω:\перетигивать на свою сторону перен προσελκύω (или τραβώ) μέ τό μέρος μου·2. (заново натягивать) ξανατεντώνω:\перетигивать стру́ны ξα-νατεντώνω τίς χορδές·3. (превосходить в весе, перевешивать) ζυγίζω περισσότερο, ὑπερτερώ στό βάρος, κλίνω (στήν πλάστιγγα), ὑπερβαίνω·4. (слишком сильно стягивать) παρασφίγγω, σφιχτοδένω:\перетигивать талию поясом σφιχτοδένω τή ζώνη στή μέση μου. -
88 плечо
плеч||ос1. ὁ ὠμος:\плечоо́м к \плечоу́ δίπλα-δίπλα, πλαϊ-πλαϊ· пожимать \плечоа́ми σηκώνω (или ὑψώνω) τους ὠμους· правое (левое) \плечо вперед! воен. ἀλλαγή κατευθύνσεως προς τ' ἀριστερά (προς τά δεξιά)!·2. тех. ὁ βραχίων, \плечо коромысла τό ζυγάρν ◊ это ему́ не по \плечоу́ αὐτόδέν εἶναι γιά τά κότσια του· иметь голову на \плечоах ίχω μυαλο, τά ἔχω τετρακόσια· на его \плечоах вся семья συντηρεί ὀλοκληρη τήν οἰκογένεια· с плеч долой λιγωτερος ἔνας μπε-λας· гора́ с плеч свалилась ἀπαλλάχτηκα ἀπό μεγάλο βάρος. -
89 погибель
погибел||ьж ὁ ὀλεθρος, ἡ καταστροφή:на \погибель кому́-л. γιά νά καταστρέψω κάποιον ◊ согнуться в три \погибельи σκύβω κάτω ἀπό τό βάρος. -
90 поживиться
поживитьсясов κερδίζω, βγάζω κέρδος, βγάζω ὀφελος:\поживиться за чей-л. счет βγάζω ὀφελος σέ βάρος κάποιου. -
91 полудикий
полудикийприл μισοάγριος, ἡμιβάρ-βαρος, ήμιάγριος. -
92 прикидывать
прикидыватьнесов, прикинуть сов разг1. (приблизительно определять) ὑπολογίζω, λογαριάζω:\прикидывать на руке (вес) ὑπολογίζω τό βάρος στό χέρι· \прикидывать на весах ζυγίζω· \прикидывать на глазок ἐκτιμώ μέ τό μάτι· \прикидывать в уме ὑπολογίζω μέ τό νοῦ μου·2. (прибавлять) προσθέτω, βάζω κι ἄλλο. -
93 проезжать
проезжатьнесов1. (мимо) περνώ ἀπό/ πηγαίνω μέ μεταφορικό μέσο (на чем-л.):\проезжать на велосипеде (автомобиле) πηγαίνω μέ ποδήλατο (μέ αὐτοκίνητο)·2. (покрывать расстояние) διατρέχω:\проезжать· 60 км. в час διατρέχω 60 χιλ. τήν ὠρα \проезжаться:\проезжаться на че́й-л. счет разг εἰρωνεύομαι κάποιον, γελῶ σέ βάρος κάποιου. -
94 садиться
садиться Iнесов1. κάθομαι, κάθημαι, καθίζω (άμετ.) / ἀνεβαίνω, ἐπιβιβάζομαι (в трамвай и т. п.) / μπαρκάρω (на пароход):\садиться в ванну μπαίνω στό μπάνιο· \садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· \садиться на троллейбус ἀνεβαίνω στό τρόλλεΟ· садитесь, пожалуйста καθήστε παρακαλώ·2. (приниматься за что-л.) στρώνομαι, ἀρχίζω:\садиться писать ἀρχίζω νά γράφω· \садиться работать ἀρχίζω νά ἐργάζομαι·3. (быть арестованным) φυλακίζομαι, μπαίνω φυλακή·4. (заходить \садиться о солнце) δύω, βασιλεύω·5. (осесть \садиться о пыли и т. п.) κατακαθίζω· ◊ \садиться на голову кому́-л. κάθομαι στό σβέρκο κάποιου· \садиться в лужу, в калошу разг τήν παθαίνω· \садиться на шею кому́-л. разг ζώ σέ βάρος (или στή ράχη) κάποιου.садиться IIнесов (о ткани) μαζεύω (άμετ.). -
95 сбавить
сбавитьсов, сбавлять несов ἐλαττώνω, ἐλαττώ, σμικρύνω (уменьшать)/ κατεβάζω, χαμηλώνω (снижать):\сбавить це́ну χαμηλώνω τήν τιμή· \сбавить в весе χάνω βάρος· ◊ \сбавить тон χαμηλώνω τόν τόνο (τής φωνής μου)· \сбавить спеси кому-л. περιορίζω τήν ἐπαρση κάποιου. -
96 сбрасывать
сбрасыватьнесов1. (вниз) ρίχνω χάμω·2. (снимать с себя) разг πετώ, βγάζω:\сбрасывать одежду βγάζω τά ροῦχα μου· \сбрасывать с себя груз βγάζω ἀπό ἐπάνω μου τό βάρος, ξεφορτώνομαι·3. перен (свергать) γκρεμίζω, ρίχνω, ἀποτινάζω:\сбрасывать иго ἀποτινάζω τό ζυγό· ◊ \сбрасывать (с себя) маску πετώ τή μάσκα· \сбрасывать карты ρίχνω τά παραπανίσια χαρτιά, \сбрасывать со счетов ξεγράφω, βγάζω ἀπ' τό λογαριασμό. -
97 сердце
сердц||ес в разн. знач. ἡ καρδιά, ἡ καρδία:болезни \сердцеа τά καρδιακά νοση-ματα, οἱ καρδιοπάθειες· порок \сердцеа τό καρδιακό νόσημα· доброе \сердце ἡ καλή (или ἡ ἀγατή) καρδιά· каменное \сердце ἡ καρδιά πέτρα· покорить чье-л, \сердце αίχμαλωτίζω, μαγεύω· открыть кому-л, \сердце ἀνοίγω σέ κάποιον τήν καρδιά μου· принимать близко к \сердцеу τό παίρνω κατάκαρδα· \сердце мое разрывается ραγίζει ἡ καρδιά μου· \сердце мое обливается кровью μοῦ ματώνει ἡ καρδιά· щемит \сердце σφίγγει ἡ καρδιά, πονεῖ ἡ καρδιἄ у меня \сердце не лежит кчему́-л., к кому́-л. δεν μέ τραβάει· у меня тяжело́ на \сердце ἔχω βάρος στήν καρδιά μου, βαρυθυμω· у меня \сердце замирает μοῦ κόβεται ἡ ἀναπνοή· с замиранием \сердцеа μέ συγκρατημένη ἀναπνοή· с открытым \сердцеем μέ ἀνοιχτή καρδιά· с тяжелым \сердцеем μέ βαρειά καρδιά· с легким \сердцеем χωρίς δισταγμό· от всего \сердцеа μέ ὅλη μου τήν καρδιά, ἐξ ὅλης καρδίας· всем \сердцеем μ' ὁλην μου τήν καρδιά· ◊ скрепя \сердце ἀνόρεχτα, μέ τό στανιό· положи ру́ку на \сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά· отлегло́ от \сердцеа καθησυχάζω (άμετ.)· брать за \сердце συγκινώ· сорвать \сердце на ко́м-л. ξεσπάνω, ξεθυμαίνω σέ κάποιον в \сердцеа́х πάνω στον θυμό· с глаз долой \сердце из \сердцеа вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. -
98 стеснять
стеснятьнесов в разн. знач. στενοχωρώ, δυσκολεύω, ἐμποδίζω, περιορίζω:\стеснять чью-л. свободу περιορίζω τήν ἐλευθερία κάποιου· \стеснять движения δυσκολεύω τίς κινήσεις· \стеснять материально στενοχωρώ οίκονομικά· вы нас не бу́дете \стеснять δέν θά μας δώσετε βάρος. -
99 тяжело
тяжело1. нареч· прям., перен βαρειά, δύσκολα βαρέως·2. нареч (серьезно) σοβαρά, σοβαρως, βαρειά:он \тяжело болей εἶναι βαρειά ἄρρωστος·3. предик безл:мне \тяжело αίσθάνομαι ἄσχημα· мне \тяжело это поднимать μοῦ εἶναι δύσκολο νά τό σηκώσω· у меня \тяжело на душе ἔχω ἕνα βάρος στήν καρδιά. -
100 убавить
убавитьсов, убавлять несов1. ἐλαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω (уменьшить)/ κονταίνω, βραχύνω (укоротить)/ στενεύω, περιορίζω (сузить) \убавить расходы λιγοστεύω τά ἔξοδα· \убавить скорость ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· \убавить шагу βαδίζω πιό σιγά·2. (в весе) разг:больной убавил в весе ὁ ἄρρωστος ἔχασε βάρος.
См. также в других словарях:
βᾶρος — spice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρος — weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
βάρος — το γεν. ους, πληθ. η και ητα 1. το αποτέλεσμα που έχει η δύναμη της βαρύτητας σε όλα τα σώματα: Προσπάθησε να πηδήξει ψηλά, αλλά το βάρος του δεν του το επέτρεψε. 2. το αποτέλεσμα της ζύγισης ενός σώματος, το φόρτωμα: Δεν αντέχουν τα θεμέλια σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βάρος, Πόπλιος Κουινκτίλιος — (Publius Quinctilius Varus, τέλη 1ου αι. π.Χ. – 9 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος. Ύπατος (13 π.Χ.), ανθύπατος της Αφρικής (8 7 π.Χ.), αντιπραίτορας στη Συρία (6 4 π.Χ.), όπου κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων, στάλθηκε το 6 μ.Χ. από τον Αύγουστο… … Dictionary of Greek
ειδικό βάρος — Ο λόγος του βάρους ενός σώματος με τον όγκο του. Η αριθμητική του τιμή παρέχεται από το βάρος της μονάδας του όγκου του σώματος. Η τιμή αυτή είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται από περιοχή σε περιοχή του σώματος, μόνο όταν το σώμα είναι ομογενές,… … Dictionary of Greek
Γῆς βάρος. — См. Землю тяготить … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βάρει — βάρος weight neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάρεϊ , βάρος weight neut dat sg (epic ionic) βάρος weight neut dat sg βά̱ρει , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) βά̱ρεϊ , βᾶρις Et.Gud. fem dat sg (epic ionic) βά̱ρει , βᾶρις Et … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρη — βάρος weight neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάρος weight neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βά̱ρη , βᾶρις Et.Gud. fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βαρέω weigh down imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρους — βάρος weight neut gen sg (attic epic doric) βά̱ρους , βᾶρος spice masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρέων — βάρος weight neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω weigh down pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαρέω̆ν , βαρύς heavy in weight masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)