-
81 амфибия
-и θ.το αμφίβιο. || αεροπλάνο προσγείωσης και προσθαλάσσωσης. -
82 аэроплан
-а α.το αεροπλάνο. -
83 беспилотный
επ.χωρίς πιλότο•беспилотный самолет αεροπλάνο χωρίς πιλότο.
-
84 боевик
-а α.1. μαχητής.2. μεγάλη επιτυχία (σουξέ) κινηματογραφικής ταινίας ή θεατρικής παράστασης.3. πολεμικό αεροπλάνο. -
85 болтанка
-и θ.κούνημα, ταλάντευση στο αεροπλάνο. -
86 бомбовоз
-а α.βομβαρδιστικό αεροπλάνο. -
87 борт
-а, προθτ. о борте, на борту, πλθ. борта α.1. η πλευρά•правый борт корабля η δεξιά πλευρά του πλοίου.
2. η σπόντα του μπιλλιάρδου•бить от двух -5в χτυπώ από δυό σπόντες.
3. Ή άκρη της μπροστινής του σακακιού, παλτού κ.τ.τ.εκφρ.борт о борт – πλευρό με πλευρό, πλάι-πλάι (για πλοία)•за борт – πέρα α-πο την πλευρά, στο νερό, στη θάλασσα•за -ом остаться – μένω έξω, αποκλείομαι, απορρίπτομαι•выкинуть ή выбросить за борт – απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ•на -у – (ναυτ.) στο πλοίο•на -у самолета – στο αεροπλάνο•брать ή взять на борт – παίρνω στο πλοίο. -
88 взмыть
взмою, взмоешь ρ.σ.πετώ τ’ άψήλου, υψώνομαι στον αέρα, ανίπταμαι γρήγορα (για πτηνά, αεροπλάνο). -
89 вражеский
επ.εχθρικός•-ие войска εχθρικά στρατεύματα•
вражеский самолет εχθρικό αεροπλάνο.
-
90 вырулить
ρ.σ. οδηγώ το αεροπλάνο πάνω στη γη. -
91 грузовой
επ.1. φορτωτικός.2. φορτηγός•транспорт φορτηγό μεταφορικό μέσο ή και φορτηγό αυτοκίνητο•
-ое судно φορτηγό σκάφος•
грузовой самолет μεταγωγικό αεροπλάνο.
-
92 двухмоторный
επ.δικινητήριος•двухмоторный самолет δικινητήριο αεροπλάνο.
-
93 залететь
-лечу, -летишьρ.σ.1. πετώ μέσα•бабочка -ла в комнату η πεταλούδα πέταξα μέσα στο δωμάτιο.
2. πετώ μακριά ή ψηλά•аэроплан -ел за полярный круг το αεροπλάνο πέταξε πέρα από τον πολινιό κύκλο•
залететь большую высоту πετώ πολύ ψηλά.
3. προσγειώνομαι για•залететь за горючим προσγειώνομαι για ανεφοδιασμό σε καύσιμη ύλη.
|| μτφ. (απλ.) πετιέμαι, πηγαίνω κάπου στα γρήγορα, πεταχτά, για λίγο. -
94 зарулить
ρ.σ. οδηγώ αεροπλάνο στή γη (πριν την απογείωση ή μετά την προσγείωση). -
95 истребитель
-я α. -ница, -ы θ.καταστροφέας, εξολοθρευτής, ρημαχτής•горностай мышевидных грызунов το κουνάβι είναι καταστροφέας των μυιδών τρωκτικών•
истребитель танков ατιαρματικό όπλο.
|| καταδιωχτικό αεροπλάνο. -
96 конвоир
-а α.1. συνοδός, φρουρός.2. σκάφος ή αεροπλάνο συνοδείας. -
97 корма
-ύ θ. πρύμνη (για πλοίο, αεροπλάνο, τανκς). -
98 корректировщик
-а α.διορθωτής. || αεροπλάνο-διορθωτής βολής. -
99 кренить
-
100 лететь
лечу, летишьρ.δ.1. πετώ, ίπταμαι•журавли -ят οι γερανοί πετούν•
самолёт -ит το αεροπλάνο πετά.
2. μτφ. διαδίδομαι, διαχέομαι., αντηχώ•звуки -ли в даль οι ήχοι αντηχούσαν μακριά•
искры -ли ливнем οι σπίθες πετιούνταν άφθονες.
3. πέφτω•лететь со стула πέφτω από το κάθισμα•
-ли снежные хлопья έπεφταν χιονονιφάδες.
4. τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.5. μτφ. περνώ, φεύγω γρήγορα•время -ит ο καιρός περνά γρήγορα.
6. μτφ. γυρίζω, περιστρέφομαι, πηγαίνω (για σκέψη, ψυχή κ.τ.τ.).7. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι (για αξία, τιμή)•акции -ят οι μετοχές πέφτουν.
См. также в других словарях:
αεροπλάνο — αεροπλάνο, το και αερόπλανο, το πτητική συσκευή βαρύτερη από τον αέρα που προωθείται με κινητήρα: Το αεροπλάνο είναι σήμερα το πιο γρήγορο μεταφορικό μέσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αεροφωτογραμμετρία — Η τοπογραφικήφωτογραμμετρία ασχολείται με την κατάρτιση του τοπογραφικού διαγράμματος μιας περιοχής με ορισμένη κλίμακα και χρησιμοποιεί γι’ αυτόν τον σκοπό φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από ένα συγκεκριμένο σημείο. Αν το σημείο αυτό βρίσκεται… … Dictionary of Greek
ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… … Dictionary of Greek
ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek