Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το+έθιμο

  • 1 gelenek

    έθιμο, παράδοση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > gelenek

  • 2 örf

    έθιμο

    Türkçe-Yunanca Sözlük > örf

  • 3 teamül

    έθιμο, εθιμοτυπία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > teamül

  • 4 coutume

    έθιμο

    Dictionnaire Français-Grec > coutume

  • 5 custom

    έθιμο

    English-Greek new dictionary > custom

  • 6 obyczaj

    έθιμο

    Słownik polsko-grecki > obyczaj

  • 7 обычай

    α.
    έθιμο, συνήθεια ζακόνι•

    нравы и -и τα ήθη και έθιμα•

    старинный -παλαιό έθιμο•

    местный обычай τοπικό έθιμο•

    это вошло в обычай αυτό έγινε συνήθεια•

    по принятому -го κατά το επικρατόν έθιμο•

    это у нас в -е αυτό είναι το έθιμο μας.

    Большой русско-греческий словарь > обычай

  • 8 обычай

    обыч||ай
    м τό ἐθιμο[ν], ἡ συνήθεια:
    местный \обычай τό ἐθιμο (или ἡ συνήθεια) τοῦ τόπου, τό τοπικό ἐθιμο· по \обычайаю κατά τά ἔθιμα· ◊ быть в \обычайае у кого-л. εἶναι συνήθεια σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > обычай

  • 9 обычай

    обычай м το έθιμο* το συνήθειο (привычка)
    * * *
    м
    το έθιμο; το συνήθειο ( привычка)

    Русско-греческий словарь > обычай

  • 10 издревле

    издревле
    нареч уст. ἀπό παληά, ἀπ· τά πολύ παληά χρόνια:
    ἐτοτ обычай существует \издревле αὐτό τό ἔθιμο ὑπάρχει ἀπό παληά χρόνια.

    Русско-новогреческий словарь > издревле

  • 11 освятить

    освятить
    сов, освящать несов
    1. ре л. ἀγιάζω·
    2. перен ἐξαγιάζω, καθιερώνω, καθιερώ:
    обычай, освященный веками ἐθιμο, καθιερωμένο ἀπό αἰώνες.

    Русско-новогреческий словарь > освятить

  • 12 custom

    1) (what a person etc is in the habit of doing or does regularly: It's my custom to go for a walk on Saturday mornings; religious customs.) συνήθεια/ έθιμο
    2) (the regular buying of goods at the same shop etc; trade or business: The new supermarkets take away custom from the small shops.) πελατεία
    - customarily
    - customer
    - customs

    English-Greek dictionary > custom

  • 13 customarily

    adverb κατά το έθιμο

    English-Greek dictionary > customarily

  • 14 practice

    ['præktis]
    1) (the actual doing of something, as opposed to the theory or idea: In theory the plan should work, but in practice there are a lot of difficulties.) πράξη,εφαρμογή
    2) (the usual way(s) of doing things; (a) habit or custom: It was his usual practice to rise at 6.00 a.m.) συνήθεια/έθιμο
    3) (the repeated performance or exercise of something in order to learn to do it well: She has musical talent, but she needs a lot of practice; Have a quick practice before you start.) εξάσκηση
    4) (a doctor's or lawyer's business: He has a practice in Southampton.) άσκηση επαγγέλματος/επάγγελμα,επαγγελματική βάση
    - make a practice of
    - put into practice

    English-Greek dictionary > practice

  • 15 обычай

    [ομπύτσαΤ] ουσ. α έθιμο

    Русско-греческий новый словарь > обычай

  • 16 обычай

    [ομπύτσαΤ] ουσ α έθιμο

    Русско-эллинский словарь > обычай

  • 17 голосить

    -ошу, -осишь, ρ.δ.
    1. (απλ.) τραγουδώ βροντόφωνα ή μονότονα. || φωνάζω δυνατά και μονότονα•

    -ли торговцы φώναζαν δυνατά οι πωλητές.

    2. κλαίω, θρηνώ, οδύρομαι•

    по покойнику κλαίω πάνω στον πεθαμένο (μακαρίτη)•

    невеста -ла на девичнике η νύφη έκλαιγε στην εσπερίδα με τις φιλενάδες της (ρωσικό έθιμο).

    Большой русско-греческий словарь > голосить

  • 18 девичник

    α.
    αποχαιρετιστήρια εσπερίδα στο σπίτι της νύφης με τις φιλενάδες της την παραμονή του γάμου (ρωσικό έθιμο).

    Большой русско-греческий словарь > девичник

  • 19 местный

    επ.
    1. τοπικός•

    местный обычай τοπική συνήθεια (έθιμο)•

    местный говор διάλεκτος, τοπολαλιά;

    2. μερικός, μη γενικός•

    -ое явление τοπικό φαινόμενο•

    местный наркоз τοπική νάρκωση•

    -ые органы власти τοπικά όργανα εξουσίας•

    -ая газета τοπική εφημερίδα•

    -ое самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση•

    -го значения τοπικής σημασίας.

    || εγχώριος, ντόπιος•

    -ые товары εγχώρια εμπορεύματα•

    -ое население ντόπιος πληθυσμός.

    εκφρ.
    - ое время – τοπική ώρα•
    местный колорит – τοπική χροιά (έργων τέχνης)•
    местный падеж – (γραμμ.) τοπική (προθετική) πτώση.

    Большой русско-греческий словарь > местный

  • 20 мода

    θ.
    1. μόδα, συρμός•

    по -е με τη μόδα•

    входить в -у γίνομαι της μόδας•

    ввести в -у μπάζω στη μόδα (στο συρμό)•

    быть в -е είμαΐ της μόδας•

    выходить из -ы βγαίνω από τη μόδα•

    быть не в -е δεν είμαι της μόδας•

    по последней -е με την τελευταία λέξη της μόδας•

    журнал мод περιοδικό της μόδας.

    (απλ.) συνήθεια, έθιμο.
    2. πλθ. моды, мод τα είδη του συρμού.

    Большой русско-греческий словарь > мода

См. также в других словарях:

  • έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως …   Dictionary of Greek

  • έθιμο — το 1. κοινή συνήθεια, που ακολουθούν οι λαοί στον κοινωνικό τους βίο τηρώντας ο καθένας τους προγονικές παραδόσεις, η συνήθεια που επικράτησε, το συνήθειο: Τα έθιμα του γάμου. 2. (νομ.), άγραφος κανόνας δικαίου, που δημιουργήθηκε από το λαό και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… …   Dictionary of Greek

  • απομύρισμα — Έθιμο των βυζαντινών και μεσαιωνικών χρόνων, σύμφωνα με το οποίο οιχριστιανοί άλειφαν ένα μέρος ή ολόκληρο το σώμα τους με άγιο μύρο, που πίστευαν ότι ανάβλυζε από τους τάφους αγίων ή άλλους ιερούς χώρους (αγία Παρασκευή, άγιος Δημήτριος ο… …   Dictionary of Greek

  • αμίλητο νερό — Έθιμο με ειδωλολατρικές προεκτάσεις, που αναφέρεται κυρίως στη γαμήλια τελετή και στη μαντική. Είναι κυρίως ελληνικής επινόησης, αλλά υπάρχει και σε μερικούς άλλους λαούς. Α.ν. ονομάζεται το νερό που αγόρια ή κορίτσια παίρνουν από πηγή, βρύση ή… …   Dictionary of Greek

  • αξινομαντεία — Έθιμο μαντείας κατά τον Μεσαίωνα. Έχει τις ρίζες του σε αρχαίες ειδωλολατρικές συνήθειες, ωστόσο διατηρήθηκε για μεγάλη χρονική περίοδο μέχρι που τελικά καταργήθηκε από την εκκλησία. Στην α. κατέφευγαν για να διαπιστώσουν αν κάποιος… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»