-
21 оправданиетельный
оправдание||тельныйприл δικαιολογητικός, ἀπαλλακτικός, ἀθωωτικός:\оправданиетельныйтельный приговор ἡ ἀθωωτική ἀπόφαση· \оправданиетельныйтельный документ τό δικαιολογητικό Εγγραφο. -
22 отношение
отношени||ес1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο. -
23 поддельный
поддельн||ыйприл πλαστός, κίβδηλος, ψεύτικος, κάλπικος·, \поддельный документ τό πλαστό Εγγραφο· \поддельныйые драгоценности τά ψεύτικα κοσμήματα. -
24 подпись
подписьж ἡ ὑπογραφή:поставить свою \подпись» βάζω τήν ὑπογραφή μου· бумага за \подписью... ἔγγραφο μέ τήν ὑπογραφή... -
25 проставить
проставитьсов, проставлять несов (дату, фамилию и т. д.) θέτω, βάζω:\проставить дату в документе βάζω ἡμερομηνία στό ἔγγραφο. -
26 документ
[ντακουμιέντ] ουσ α έγγραφο -
27 half-normal probability paper
French\ \ papier de probabilité moitié-normalGerman\ \ Halb-NormalwahrscheinlichkeitspapierDutch\ \ rechtszijdig normaal waarschijnlijkheidspapierItalian\ \ carta di probabilità per la distribuzione normaleSpanish\ \ papel probabilistico semi normalCatalan\ \ paper de probabilitat seminormalPortuguese\ \ papel de probabilidade semi-normalRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ halv-normalfördelningspapperGreek\ \ μισό-κανονικό έγγραφο πιθανότηταςFinnish\ \ puolinormaalinen todennäköisyyspaperiHungarian\ \ fél-normális valószínûségi miliméterpapírTurkish\ \ yarı-normal olasılık kağıdıEstonian\ \ pool-normaaljaotuse tõenäosuspaberLithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ papier ze skalą prawdopodobieństw rozkładu w połowie normalnegoUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ hálf-normal líkur pappírEuskara\ \ erdi-normal probabilitatea paperFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ ورق رسم نصف معتدلAfrikaans\ \ halfnormaalwaarskynlikheidspapierChinese\ \ 半 正 态 概 率 坐 标 纸Korean\ \ 절반정규확률지 -
28 normal probability paper
French\ \ papier à échelle fonctionnelle normaleGerman\ \ NormalwahrscheinlichkeitspapierDutch\ \ normaal waarschijnlijkheidspapierItalian\ \ carta in scala di probabilitatà normaleSpanish\ \ papel probabilístico normalCatalan\ \ paper probabilístic normalPortuguese\ \ papel probabilístico normalRomanian\ \ -Danish\ \ normalfordelingssandsynlighedspapir; sandsynlighedspapirNorwegian\ \ normalfordelingspapirSwedish\ \ normalfördelningspapperGreek\ \ κανονικό έγγραφο πιθανότηταςFinnish\ \ normaalijakaumapaperiHungarian\ \ normális valószínûségi skála papírTurkish\ \ normal olasılık kağıdıEstonian\ \ normaal-tõenäosuspaberLithuanian\ \ normalusis tikimybinis popieriusSlovenian\ \ -Polish\ \ papier ze skalą prawdopodobieństw rozkładu normalnegoRussian\ \ нормальная вероятностная бумагаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ normalpappírEuskara\ \ normal probabilitatea paperFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ ورق بياني للاحتمال الطبيعيAfrikaans\ \ normaalwaarskynlikheidspapierChinese\ \ 正 态 概 率 曲 线 纸 ( 坐 标 纸 )Korean\ \ 정규확률지 -
29 Poisson probability paper
French\ \ abaque de la loi de PoissonGerman\ \ Poissonsches WahrscheinlichkeitspapierDutch\ \ Poisson-waarschijnlijkheidspapierItalian\ \ carta probabilistica di PoissonSpanish\ \ papel probabilístico de PoissonCatalan\ \ paper probabilístic de PoissonPortuguese\ \ papel de probabilidade PoissonRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ έγγραφο πιθανότητας PoissonFinnish\ \ Poisson-todennäköisyyspaperiHungarian\ \ Poisson-féle valószínûségi papírTurkish\ \ Poisson olasılık kağıdıEstonian\ \ Poissoni tõenäosuspaberLithuanian\ \ Poisson tikimybinis popierius ; Puasono tikimybinis popieriusSlovenian\ \ -Polish\ \ papier ze skalą prawdopodobieństw PoissonaRussian\ \ вероятностная бумага ПуассонаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ Poisson líkur pappírEuskara\ \ Poisson probabilitatea paperFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ ورق تقسيم احتمالات بواسون (ورق بياني بواسوني)Afrikaans\ \ Poisson-waarskynlikeidspapierChinese\ \ 泊 松 概 率 ( 坐 标 ) 纸Korean\ \ 포아송 확률지 -
30 probability paper
French\ \ papier à échelle fonctionelleGerman\ \ Wahrscheinlichkeitspapier; WahrscheinlichkeitsnetzDutch\ \ waarschijnlijkheidspapierItalian\ \ carta probabilisticaSpanish\ \ papel probabilisticoCatalan\ \ paper probabilísticPortuguese\ \ papel de probabilidadeRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ sannolikhetspapperGreek\ \ έγγραφο πιθανότηταςFinnish\ \ todennäköisyyspaperiHungarian\ \ valószínûségi papírTurkish\ \ olasılık kağıdıEstonian\ \ tõenäosuspaberLithuanian\ \ tikimybinis popieriusSlovenian\ \ -Polish\ \ papier ze skalą prawdopodobieństwaRussian\ \ вероятностная бумагаUkrainian\ \ імовірнісний папірSerbian\ \ -Icelandic\ \ líkindapappírEuskara\ \ probabilitate paperFarsi\ \ kagh ze ehtemalPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ ورق مقسم وفقا للاحتمالAfrikaans\ \ waarskynlikheidspapierChinese\ \ 概 率 坐 标 纸Korean\ \ 확률지 -
31 документ
[ντακουμιέντ] ουσ α έγγραφο -
32 акт
-а α.1. πράξη, ενέργεια, έργο•террористический акт τρομοκρατική πράξη.
2. διάταγμα• απόφαση.3. έγγραφο, πράξη, πρακτικό•обвинительный акт το κατηγορητήριο•
составить акт о передаче имуществ συντάσσω πράξη για την παράδοση της περιουσίας•
нотариальный акт η συμβολαιογραφική πράξη.
4. (θεατρ.) πράξη•комедия в трех -ах κωμωδία σε τρεις πράξεις η τρίπραχτη κωμωδία.
5. η τελετή για τη λήξη του σχολικού έτους.εκφρ.- ы гражданского права – οι ληξιαρχικές πράξεις. -
33 бумага
бумага 1-и θ.1. χαρτί, χάρτης•первосортная бумага χαρτί πρώτης ποιότητας•
тряпичная -χαρτί από ράκη•
древесная бумага χαρτί από ξύλο•
писчая бумага χαρτί γραψίματος•
почтовая бумага επιστολόχαρτο ή επιστολικός χάρτης•
фильтровальная бумага στραγγιστικό χαρτί ή διηθητικός χάρτης•
оберточная бумага χαρτί περιτυλίγματος•
газетная бумага δημοσιογραφικό ή τυπογραφικό χαρτί•
промокательная бумага στυπόχαρτο•
цветная -έγχρωμο χαρτί•
светочувствительная бумага φωτοπαθής χάρτης (φωτογραφικός)•
наждачная! -σμυριδόχαρτο ή σμυριδόπανο•
стеклянная -γυαλόχαρτο•
пергаментная бумага περγαμινός χάρτης•
бумага в одну линейку χαρτί μονόγραμμο•
в две линейки χαρτί δίγραμμο•
бумага в клетку διατετραγωνιστικό χαρτί.
2. έγγραφο•из центра пришла бумага από το κέντρο ήρθε χαρτί.
3. χαρτονόμισμα•-и падают на бирже η αξία των χαρτονομισμάτων πέφτει στο χρηματιστήριο.
4. -и πλθ. τα ατομικά πιστοποιητικά έγγραφα. || τα χειρόγραφα, τα χαρτιά•рыться в -ах ανασκαλεύω τα χαρτιά.
εκφρ.на -е быть ή оставаться – είμαι, μένω στα χαρτιά (για υπόθεση που δεν πραγματοποιείται)•только на -е – μόνο στα χαρτιά (στην πράξη όχι)•ценные -и – τα Χρεόγραφα.бумага 2-и θ. βαμπάκι (ως υλικό κατασκευής προϊόντων)•ткани из шерсти с -ой υφάσματα μαλλινοβάμβακα•
хлопчатая бумага παλ. βλ. хлопок.
-
34 визировать
-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ.θεωρώ (έγγραφο).θεωρούμαι.-рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ.σκοπεύω, σημαδεύω.σκοπεύομαι, σημαδεύομαι. -
35 вольная
-ой θ. έγγραφο απελευθέρωσης δούλου. -
36 выписать
пишу, -пишешь, ρ.σ.μ.1. αντιγράφω (περικοπές, αποσπάσματα), ξεσηκώνω.2. καθαρογράφω. || σχεδιάζω, παρασταίνω με επιμέλεια.3. γράφω, δίνω έγγραφο•выписать квитанцию δίνω απόδειξη•
выписать счет δίνω γραπτό λογαρισμό.
4. γράφομαι, εγγράφομαι συνδρομητής•выписать газету, журнал γράφομαι συνδρομητής στην εφημερίδα, στο περιοδικό.
5. δίνω εξιτήριο•выписать из госпиталя δίνω εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.
1. παίρνω εξιτήριο•он -лся из госпиталя πήρε εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.
2. παλ. χάνω τη συγγραφική λογοτεχνική ικανότητα. -
37 выправить
-влю, -вишь, προστκ. выправь κ. выправиρ.σ.μ.1. ισιάζω, ισιώνω, ομαλύνω, ευθειάζω•выправить согнувшийся гвоздь ισιώνω στραβωμένο καρφί.
2. διορθώνω•выправить положение διορθώνω την κατάσταση.
|| επιφέρω, κάνω διορθώσεις•выправить корректуру διορθώνω το τυπογραφικό δοκίμιο.
|| ακονίζω, τροχίζω.3. συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ.1. διορθώνομαι.2. τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι.3. γερεύω, δυναμώνω, αναρρώνω.(γραμμ. στοιχεία βλ. выправить 1);ρ.σ.μ.(απλ.) κατορθώνω να βγάλω (να πάρω) έγγραφο•выправить паспорт κατορθώνω να πάρω ταυτότητα.
-
38 выправлять
ρ.δ.βλ. выправить(ся).ρ.δ.(απλ.) βλ. выправить 2αποκτιέμαι, (για έγγραφο). -
39 вычитать
ρ.σ.μ.1. μαθαίνω, πληροφορούμαι διαβάζοντας• вычитать что-н. в газетах μαθαίνω κάτι από τις εφημερίδες.2. αντιπαραβάλλω έγγραφο με το πρωτότυπο, συγκρίνω, ελέγχω.ся μαθαίνομαι, γίνομαι γνωστός με το διάβασμα, την ανάγνωση. -
40 дарственный
επ.1. παλ. δωρισμένος, χαρισμένος.2. δωρητικός•-ая запись δωρητική επιγραφή.
ουσ. -ая θ. δωρητήριο (έγγραφο).
См. также в других словарях:
έγγραφο — το γραπτή διατύπωση πράξης σύμφωνα με καθορισμένο τύπο, με την οποία ανακοινώνεται ή βεβαιώνεται ή διατάζεται ή αποδείχνεται κάτι: Δημόσιο έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγγραφο — το (AM ἔγγραφον) βλ. έγγραφος … Dictionary of Greek
συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… … Dictionary of Greek
βιογραφικό σημείωμα — Έγγραφο για επαγγελματική χρήση, στο οποίο αναγράφονται βασικές πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Συντάκτης του είναι συνήθως ο ίδιος ο βιογραφούμενος, ο οποίος και το απευθύνει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που του το έχει ζητήσει για… … Dictionary of Greek
έγγραφος — η, ο (AM ἔγγραφος, ον) 1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν) γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι νεοελλ. φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια… … Dictionary of Greek
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
ντοκουμέντο — το 1. έγγραφο ή αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται ως απόδειξη ή ιστορική πηγή ή για να δώσει έγκυρες πληροφορίες για ένα γεγονός ή έναν ισχυρισμό, τεκμήριο, αποδεικτικό στοιχείο («ιστορικά ντοκουμέντα») 2. επίσημο έγγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… … Dictionary of Greek
δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… … Dictionary of Greek
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek