-
1 Far
adj.Long: P. and V. μακρός.Distant: V. ἔκτοπος, ἄποπτος, τηλουρός, τηλωπός; see Distant.On the far side of: P. and V. τἀπέκεινα (gen.), V. τοὐκεῖθεν (gen.).——————adv.P. and V. μακράν, Ar. and P. πόρρω, P. ἄποθεν, Ar. and V. ἄπωθεν, V. πρόσω, πόρσω, ἑκάς (Thuc. also but rare P.), Ar. τηλοῦ.With comparatives: P. and V. πολύ, πολλῷ, μακρῷ.So far, at so great a distance: P. διὰ τοσούτου.About how far off is the Argive host: V. πόσον τι δʼ ἐστʼ ἄπωθεν Ἀργεῖον δόρυ (Eur., Heracl. 674).From far: P. πόρρωθεν, ἄποθεν, V. πρόσωθεν, τηλόθεν, Ar. and V. ἄπωθεν.Sent from far, adj.: V. τηλέπομπος.Far from: Ar. and V. ἄπωθεν (gen.), Ar. and P. πόρρω (gen.). P. ἄποθεν (gen.), V. πρόσω (gen.), πόρσω (gen.), μακράν (gen.), τηλοῦ (gen.) (Eur., Cycl. 689; also Ar. absol.), τηλόθεν (gen.), ἑκάς (gen.).Be far from, distant from, v.: P. and V. ἀπέχειν (gen.), P. διέχειν (gen.); met., be so far from... that...: P. τοσοῦτον ἀπέχειν τοῦ (infin.)... ὥστε (infin.), or τοσούτου δεῖν (infin.)... ὥστε (infin.).I am far from doing so: P. πολλοῦ γε καὶ δέω.Far from it: Ar. and P. πολλοῦ δεῖ (cf. Ar., Ach. 543).Too far: P. μακροτέραν, P. and V. περαιτέρω; met., go too far, go to extremes, v.: P. and V. ὑπερβάλλειν, V. ἐκτρέχειν.As far as, prep.: P. μέχρι (gen.), ἄχρι (gen.) (rare).As far as possible ( of place). — Send me as far away as possible from this land: V. πέμψον με χώρας τῆσδʼ ὅποι προσωτάτω (Eur., And. 922).As far as possible from Greece: V. ὡς προσωταθʼ ῾Ελλάδος (Eur., I.T. 712).As far as possible: P. ὅσον δυνατόν, εἰς τὸ δυνατόν, V. ὅσον μάλιστα.As far as... is concerned: P. and V. ἕνεκα (gen.) (Dem. 32; Eur., Hel. 1254), V. οὕνεκα (gen.) (Eur., And. 759, Phoen. 865), ἕκατι (gen.) (Eur., Cycl. 655).As far as you are concerned: P. and V. τὸ σὸν μέρος (Plat., Crito, 50B).As far as he was concerned: V. τοὐκείνου... μέρος (Eur., Hec. 989).As far as he was concerned you were saved: P. τό γε ἐπʼ ἐκεῖνον εἶναι ἐσώθης (Lys. 135). cf. τοὐπὶ σέ (Eur.. Rhes. 397).As far as I know: Ar. ὅσον γʼ ἔμʼ εἰδέναι (Nub. 1252).In so far as: P. καθʼ ὅσον.So far, to such an extent: P. and V. εἰς τοσοῦτο, εἰς τοσοῦτον.So far so good: P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, P. ταῦτα μὲν οὖν οὕτως (Isoc.), V. τούτων μὲν οὕτω, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί.Far advanced in years: P. πόρρω τῆς ἡλικίας, προβεβλήκως τῇ ἡλικίᾳ.His life is already far advanced: V. πρόσω μὲν ἤδη βίοτος (Eur., Hipp. 795).Far and wide: see under Wide.Far into the night: P. πόρρω τῶν νυκτῶν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Far
-
2 кто
αντων.1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•
кто идёт? ποιος έρχεται;•
кто там ποιος είν εκεί;•
о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•
кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);
2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•
кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•
кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•
кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.
3. αόρ. κάποιος, κανένας•если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•
не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...
4. αναφρ. όποιος•тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.
εκφρ.кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•кто что – όποιος όποιο η ό,τι•кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•хоть кого – οποιονδήποτε•спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του. -
3 Before
prep.Of place: P. and V. πρό (gen.), πρόσθεν (gen.), ἐπίπροσθεν (gen.), Ar. and P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πάρος (gen.), πάροιθε (gen.), πάροιθεν (gen.), πρόσθε (gen.).Of time: P. and V. πρό (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πρόσθεν (gen.) (also Xen. but rare P.), πρόσθε (gen.), πάρος (gen.), πάροιθεν (gen.), πάροιθε (gen.).Of preference or superiority: P. and V. πρό (gen.), ἐπίπροσθεν (gen.), V. πάρος (gen.), πρόσθε (gen.), πάροιθεν (gen.), πάροιθε (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.).In the presence of: P. and V. ἐναντίον (gen.), V. ἀντίον (gen.).Appear before (a judge, etc.): P. and V. εἰσέρχεσθαι εἰς or πρός (acc.).(Speak, plead) before: P. and V. ἐν (dat.).Leochares is the cause of my speaking before you: P. αἴτιος μέν ἐστι Λεωχαρὴς τοῦ... ἐμὲ λέγειν ἐν ὑμῖν (Dem. 1080).The citizens will become beller with this as an example before them: P. τούτῳ παραδείγματι χρώμενοι βελτίους ἔσονται οἱ πολῖται (Lys. 140).The day before: P. τῇ προτεραίᾳ (gen. or absol.).On the day before the trial: P..τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης (Plat., Phaedo, 58A).——————adv.Of place: P. and V. πρόσθεν, ἐπίπροσθεν, P. ἔμπροσθεν.Of time: P. and V. πρόσθεν, πρίν, τὸ πρίν, πρὸ τοῦ, πρότερον, P. ἔμπροσθεν, Ar. and V. πάρος, V. πάροιθεν τὸν πρὸ τοῦ χρόνον.Already: P. and V. ἤδη.——————conj.The day before he set sail: P. τῇ προτεραίᾳ ἢ ἀνήγετο (Lys. 153).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Before
-
4 Point
subs.Sharp end of anything: Ar. and V. ἀκμή, ἡ (Eur., Supp. 318).Point of a spear: P. and V. λογχή, ἡ (Plat., Lach. 183D).Point of an arrow: V. γλωχίς, ἡ.Goad: P. and V. κέντρον, τό.Sharp point of rock: V. στόνυξ, ὁ (Eur., Cycl.).Since the land about Cynossema has a conformation coming to a sharp point: P. τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ Κυνὸς σῆμα ὀξεῖαν καὶ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος (Thuc. 8, 104).Meaning: P. διάνοια, ἡ; see Meaning.Lead from the point: P. ἀπάγειν ἀπὸ τῆς ὑποθεσέως (Dem. 416), or simply P. and V. πλανᾶν.Miss the point: P. and V. πλανᾶσθαι.Beside the point: P. ἔξω τοῦ πράγματος (Dem. 1318), Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.To the point: P. πρὸς λόγον.There is no point in: P. οὐδὲν προὔργου ἐστί (with infin.).Question in discussion: P. and V. λόγος, ὁ.Disputed points: P. τὰ διαφέροντα, τὰ ἀμφίλογα.It is a disputed point: P. ἀμφισβητεῖται.The chief point: P. τὸ κεφάλαιον.A fresh point: P. and V. καινόν τι.I hear this is his chief point of defence: P. ἀκούω... τοῦτο μέγιστον ἀγώνισμα εἶναι (Lys. 137, 8).Highest point, zenith: P. and V. ἀκμή, ἡ.Be at its highest point, v.: P. also V. ἀκμάζειν.Make a point, score a point ( in an argument): P. and V. λέγειν τι.Herein you give us a point ( advantage) as in draughts: V. ἓν μεν τοδʼ ἡμῖν ὥσπερ ἐν πεσσοῖς δίδως κρεῖσσον (Eur., Supp. 409).Turning point in a race-course: P. and V. καμπή, ἡ.To make known the country's weak points: P. διδάσκειν ἃ πονηρῶς ἔχει τῶν πραγμάτων (Lys. 143, 7).Strong points: P. τὰ ἰσχυρότατα (Thuc. 5, 111).Weak points: P. τὰ σαθρά (Dem. 52).The weak point in the walls: V. τὸ νόσουν τειχέων (Eur., Phoen. 1097).Point of view: P. and V. γνώμη, ἡ, δόξα, ἡ.Point of conscience: P. and V. ἐνθύμιον, τό.At this point: P. and V. ἐνθάδε.From that point: P. and V. ἐντεῦθεν, ἐνθένδε.Up to this point: P. μέχρι τούτου.I wish to return to the point from which I digressed into these subjects: P. ἐπανελθεῖν ὁπόθεν εἰς ταῦτα ἐξέβην βούλομαι (Dem. 298).I return to the point: P. ἐκεῖσε ἐπανέρχομαι (Dem. 246).In one point perplexity has assailed me: V. ἔστιν γὰρ ᾗ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι (Eur., Hec. 857).Be on the point of be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).Whom I am on the point of seeing killed: V. ὃν... ἐπʼ ἀκμῆς εἰμὶ κατθανεῖν ἰδεῖν (Eur., Hel. 896). Make a point of, see to it that: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (fut. indic. or aor. subj.).——————v. trans.Sharpen at the end: V. ἐξαποξύνειν (Eur., Cycl.).Direct: P. and V. τείνειν.Point out or point to: P. and V. δεικνύναι, ἐπιδεικνύναι, ἀποδεικνύναι, V. ἐκδεικνύναι. Ar. and P. φράζειν; see Show.Make known: P. and V. διδάσκειν.It is impossible that the oracle points to this, but to something else more important: Ar. οὐκ ἔσθʼ ὅπως ὁ χρησμὸς εἰς τοῦτο ῥέπει ἀλλʼ εἰς ἕτερόν τι μεῖζον (Pl. 51).The cruel violence to his eyes was the work of heaven to point the moral to Greece: V. αἱ θʼ αἱματουργοὶ δεργμάτων διαφθοραί θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Ἑλλάδι (Eur., Phoen. 870).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Point
-
5 кто
ктомест.1. вопр. ποιος, ποίος, τίς:кого вы встретили? ποιόν συναντήσατε;· о ком вы говорите? γιά ποιόν λέτε;· \кто там? ποιός εἶναι;· \кто он? ποιός εἶναι αὐτός·2. относ. ὁ ὀποιος, πού:\кто угодно ὁποιοσδήποτε, ὁ καθένας· тот, \кто ἐκείνος πού· \кто бы то ни́ был ὀποιος κι· ἄν εἶναι· не \кто иной как он αὐτός ὁ ἰδιος·3. не-οηρ.:\кто... \кто... οἱ μέν... οἱ δέ..., ἄλλοι μέν... ἄλλοι δέ...· \кто читает, \кто пишет ἄλλοι διαβάζουν, ἄλλοι γράφουν· \кто куда ὁ καθένας ὅπου θέλει· ◊ \кто в лес, \кто по дрова́ погов. ὁ καθένας τό χαβά του· спасайся \кто может! ὁ σώζων ἐαυτόν σω-θήτω! -
6 другой
1. αντων. άλλος, έτερος•и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•
приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•
он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•
ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•
и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•
и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•
тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•
кто-то другой κάποιος άλλος•
никто другой κανένας άλλος•
с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•
-ими словами μ' άλλα λόγια.
2. διάφορος, διαφορετικός•после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•
зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.
|| αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•
πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.
3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•
на -день την άλλη μέρα•
один за -им ο ένας μετά τον άλλον.
|| κάποιος, άλλος•-ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,
εκφρ.смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια. -
7 один
одного α., одна, одной θ., одно, одного ουδ., πλθ. одни-их (αριθμ.ποσοτικό)•1. ο αριθμός 1. || ένας•один метр ένα μέτρο•
одна книга ένα βιβλίο•
комната в одно окно δωμάτιο μ ένα παράθυρο.
|| ως ουσ. ο ένας•с-меро одного не ждут οι εφτά δεν περιμένουν τον ένα•
все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους•
все до одного όλοι μέχρι τον ένα•
одно ему не доставало ένα του έλειπε.
2. ως επ. μόνος, μοναχός•я живу один в доме ζω μοναχός στο σπίτι.
|| μοναδικός•у него один только сын αυτός έχει ένα μοναδικό παιδί.
3. ως επ. ίδιος, όμοιος•жить в -ом доме ζω στο ίδιο σπίτι•
он со мной -их лет αυτός κι εγώ είμαστε συνομήλικοι•
одно и то же время τον ίδιο καιρό ή ταυτόχρονα.
|| οριστ. αντων. (εγώ) ο ίδιος• μόνος μου•я один это сделал εγώ μόνος μου το έφτιασα.
|| ενιαίος, σαν ένας.4. ως αντων. με την πρόθεση «из»; ένας απο... один из всех ένας απ όλους•один из нас ένας από μας.
|| με την αντων. другой; переходить с одного места на другое περνώ από τη μια θέση στην άλλη. || ως ουσ. ο μεν, ο ένας•один говорить так, другой не так ο μεν λέγει έτσι ο δε αλλιώς ο ένας λέει έτσι, ο άλλος αλλιώτικα.
5. άλλος, διαφορετικός•одно дело поэзия один другое дело проза άλλο είναι η ποίηση κι άλλο είναι ό πεζός λόγος•
говорит одно, а думает другое άλλο λέει κι άλλο σκέφτεται.
6. αόρ. αντων. κάποιος, ένας•один день μια μέρα•
одно время έναν καιρό (κάποτε).
εκφρ.один за другим – ο ένας κοντά (πίσω) από τον άλλον•один к одному – ένας τον άλλον παρόμοιος•- о к одному – το ένα διαδέχεται το άλλο•один на один – α) ένας με έναν, τετ α τετ• κατά μόνας, κατ ιδίαν, β) ένας προς έναν•все как один – όλοι σαν ένας άνθρωπος (σύσσωμα)•одну минуту, секунду – ένα λεπτό, δευτερόλεπτο (περίμενε)•ставить на одну доску с кем – παραλληλίζω ή παρομοιάζω με κάποιον•стать на одну доску с кем – εξομοιάζομαι με. -
8 один...
один||...другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται. -
9 сторона
сторон||аж1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία! -
10 Blow
subs.P. and V. πληγή, ἡ, V. πλῆγμα, τό.Wound: P. and V. τραῦμα, τό.Blow of the sword: V. φασγάνου τομαί, αἱ.Blow of fortune: P. and V. συμφορά, ἡ. P. ἀτύχημα, τό, δυστύχημα, τό, πταῖσμα, τό, V. πληγή, ἡ.At one blow,: V. ἐν μιᾷ πληγῇ.Come to blows ( with): P. and V. συμβάλλειν (dat.), διὰ μάχης ἰέναι (dat.), μάχην συνάπτειν (dat.), εἰς χεῖρας ἔρχεσθαι (absol.), P. συμμιγνύναι (dat.).Thrasybulus strikes Phrynichus and fells him with a blow: P. ὁ μὲν Θρασύβουλος τύπτει τὸν Φρύνιχον καὶ καταβάλλει πατάξας (Lys. 136).The capture of Plemmyrium was a crushing blow to the Athenian force: P. ἐν τοῖς πρῶτον ἐκάκωσε τὸ στράτευμα τὸ τῶν Ἀθηναίων ἡ τοῦ Πλημμυρίου λῆψις (Thuc. 7, 24).We must bear the blows of fortune: P. φέρειν χρὴ τὰ δαιμόνια.Blow of fortune: P. παρὰ τῆς τύχης ἐναντίωμα τό (Dem. 328).They are gone without a blow: V. φροῦδοι δʼ ἄπληκτοι (Eur., Rhes. 814).Take without striking a blow: P. αὐτοβοεὶ αἱρεῖν (acc.).——————v. trans.Extend by blowing: P. and V. φυσᾶν (also used of musical instruments).Of the wind: P. and V. φέρειν.Blow the nose: P. and V. ἀπομύσσεσθαι (Xen.; Eur., Cycl., also Ar.).——————v. intrans.Of the wind: P. and V. πνεῖν, ἐκπνεῖν.If the wind should blow from the gulf: P. εἰ ἐκπνεύσειεν ἐκ τοῦ κολποῦ τὸ πνεῦμα (Thuc. 2, 84).When the trumpet blew: P. ἐπεὶ ἐσάλπιξε (Xen.).Blow about: P. and V. φέρειν, διαφέρειν.V. intrans. V. ᾄσσεσθαι.Blow away: P. διαφυσᾶν.Blow out, extend by blowing: P. and V. φυσᾶν.Blow up, throw up by blowing: P. ἀναφυσᾶν.Shatter: P. and V. ῥηγνύναι.V. intrans. P. and V. ῥήγνυσθαι.Blow upon: V. ἐμπνεῖν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blow
-
11 другой
друг||ой1. прил (иной) ἀλλος, Ετερος:и тот и \другой καί ὁ ἔνας καί ὁ ἀλλος· и те и \другойи́е καί οἱ μέν καί οἱ δέ· ни то ни \другойо́е ὁὔτε τό ἔνα, ὁὔτε τό ἀλλο· кто́-то \другой κάποιος ἀλλος· никто \другой (как) он αὐτός ὁ ἰδιος, αὐτός ἀκριβῶς· оди́и за \другойи́м ὁ ἔνας κατόπιν τοῦ ἀλλου, ὁ ἔνας πίσω ἀπ' τόν ἀλλο· ничего́ \другойо́п> τίποτε ἄλλο· ду́мает одно́, а говорит \другойое ἀλλα σκέπτεται κι ἀλλα λέγει· в \другойо́м месте σ' ἄλλο μέρος· с \другой стороны ἀπ· τήν ἄλλη (πλευρά), ἀφ' ἐτέρου· \другойи́ми словами μ' ἀλλα λόγια· \другоййм способом μ' ἄλλον τρόπο· э́то \другойо́е дело αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα·2. прил (второй, следующий) ἐπόμενος, ἄλλος, δεύτερος:на \другой день τήν ἐπομένη ήμερα, τήν ἄλλη ήμέρα· в \другой раз ἄλλη φορά· 3. -
12 Attribute
v. trans.P. and V. ἀναφέρειν (τί τινι or εἴς τινα), προστιθέναι (τί τινι), αἰτιᾶσθαι (τινός τινα), ἐπαιτιᾶσθαι (τινός τινα), Ar. and P. ἐπαναφέρειν (τι εἴς τινα), ανατιθέναι (τί τινι), V. αἰτίαν νέμειν (τινός τινι).——————subs.Peculiar quality: P. and V. ἴδιον, τό.Part: P. and V. μέρος, τό.I must endeavour to say what is the attribute of each divinity: P. ἃ ἑκάτερος εἴληχε πειρατέον εἰπεῖν (Plat., Symp. 180E).You appear unwilling to explain the essential nature of righteousness, but to state a certain attribute of it: P. κινδυνεύεις τὴν μὲν οὐσίαν (τοῦ ὁσίου) οὐ βούλεσθαι δηλῶσαι, πάθος δέ τι περὶ αὐτοῦ λέγειν (Plat., Euth. 11A).We shall find all things despised except such as have received a share in this attribute ( beauty): P. εὑρήσομεν πάντα καταφρονούμενα πλὴν ὅσα ταύτης τῆς ἰδέας κεκοίνωκε (Isoc. 216E).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Attribute
-
13 Chance
subs.P. and V. τύχη, ἡOpportunity: P. and V. καιρός, ὁ.By chance: P. and V. τύχη, P. κατὰ τύχην, ἐκ τύχης.If by chance: P. and V. εἴ πως, ἐάν πως.Throw away one's chances one by one: προΐεσθαι καθʼ ἕκαστον ἀεί τι τῶν πραγμάτων (Dem. 13).( They reflected) that, if they had not been seen to have arrived, there would have been no chance for them: P. εἰ μὲν γὰρ μὴ ὤφθησαν ἐλθόντες, οὐκ ἂν ἐν τύχῃ γίγνεσθαι σφίσιν (Thuc. 4, 73).——————v. intrans.Happen, occur: P. and V. τυγχάνειν, συντυγχάνειν, συμβαίνειν, γίγνεσθαι, παραπίπτειν, συμπίπτειν, ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν, Ar. and P. συμφέρεσθαι. V. κυρεῖν, ἐκπίπτειν (Soph., frag.).Chance upon: see light on.——————adj.Of persons only: P. ὁ ἐντυχών, ὁ παρατυχών, V. ὁ ἐπιών.The riddle was not one for any chance comer to solve: τό γʼ αἴνιγμʼ οὐχὶ τοὐπιόντος ἦν ἀνδρὸς διειπεῖν (Soph., O.R. 393).Making inquiries of any chance comer: P. ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος (Thuc. 1, 22).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chance
-
14 Diminution
subs.On the march he had no diminution of his force, save a slight loss due to sickness, but an increase: P. πορευομένῳ δὲ αὐτῷ ἀπεγίγνετο μὲν οὐδέν τοῦ στρατοῦ εἰ μή τι νόσῳ, προσεγίγνετο δέ (Thuc. 2, 98).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Diminution
-
15 Process
subs.Method: P. μέθοδος, ἡ.Means: P. and V. πόρος, or pl.Course of action: P. προαίρεσις, ἡ.Action at law: P. and V. δίκη, ἡ.He should have inflicted the just penalty for murder by due process of law: V. χρῆν αὐτὸν ἐπιθεῖναι μὲν αἵματος δίκην ὁσίαν διώκοντα (Eur., Or. 500).In process of time: P. τοῦ χρόνου περιιόντος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Process
-
16 Side
subs.From the side: V. πλευρόθεν.Of things: P. πλευρά, ἡ (Plat.), V. πλευρόν, τό, πλευρώματα, τά.Of ship: P. and V. τοῖχος, ὁ (Thuc. 7, 36).Of a triangle: P. πλευρά, ἡ (Plat.).Flank: P. and V. λαγών, ἡ (Xen. also Ar.).Edge, border: P. χεῖλος, τό; see Edge.Region, quarter, direction: P. and V. χείρ, ἡ.On which side? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).On the right side: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6); see Right.On the left side: P. ἐν ἀριστερᾷ. V. ἐξ ἀριστερᾶς; see Left.On this side: P. and V. ταύτῃ, τῇδε.On that side: P. and V. ἐκεῖ, ἐνταῦθα.On this side and on that: P. ἔνθα μὲν... ἔνθα δέ, P. and V. ἔνθεν κἄνθεν, V. ἄλλῃ... κἄλλῃ, ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο; see hither and thither, under Thither.On which of two sides: P. ποτέρωθι.Friends passing out to them from this side and from that: V. παρεξιόντες ἄλλος ἄλλοθεν φίλων (Eur., Phoen. 1248).On the mother's side: P. and V. πρὸς μητρός, V. μητρόθεν (Eur., Ion, 672). P. κατὰ τήν μητέρα (Thuc. 1, 127).On the opposite side of: P. and V. πέραν (gen.).By the side of: P. and V. πρός (dat.); near.From both sides: P. ἀμφοτέρωθεν.Shaking her hair and head from side to side: V. σείουσα χαίτην κρᾶτά τʼ ἄλλοτʼ ἄλλοσε (Eur., Med. 1191).On the other sid: V. τἀπὶ θάτερα (Eur., Bacch. 1129), P. and V. τἀπέκεινα (also with gen.), P. τὰ ἐπὶ θάτερα (gen.) (Thuc. 7, 84).Side by side: use together.We twain shall lie in death side by side: V. κεισόμεσθα δε νεκρὼ δύʼ ἑξῆς (Eur., Hel. 985).I should like to ask the man who severely censures my policy, which side he would have had the city take: P. ἔγωγε τὸν μάλιστʼ ἐπιτιμῶντα τοῖς πεπραγμένοις ἡδέως ἂν ἐροίμην τῆς ποίας μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετʼ ἄν (Dem. 246).Change sides: P. μεθίστασθαι.Take sides ( in a quarrel): P. διίστασθαι, συνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους (Thuc. 1, 1); see side with, v.Take sides with ( in a private quarrel): P. συμφιλονεικεῖν (dat.).You preferred the side of the Athenians: P. εἵλεσθε μᾶλλον τὰ Ἀθηναίων (Thuc. 3, 63).On the side of, in favour of: P. and V. πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D).I am quite on the father's side: V. κάρτα δʼ εἰμὶ τοῦ πατρός (Æsch., Eum. 738).There are two sides to everything that is done and said: P. πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι (Dem. 645).——————adj.P. πλάγιος.Side issue: P. and V. πάρεργον, τό.——————v. intrans.Side with: P. and V. προστίθεσθαι (dat.), φρονεῖν (τά τινος), ἵστασθαι μετά (gen.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.), Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.); see Favour.Be friendly to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοϊκῶς, διακεῖσθαι πρός (acc.).Side with the Athenians: P. Ἀττικίζειν.Side with the Persians: P. Μηδίζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Side
-
17 Skim
v. trans.Pass lightly over: V. ποτᾶσθαι ὑπέρ (gen.), νωτίζειν (acc.), ψαίρειν (acc.), ἐξακρίζειν (acc.); fly.met., run through hurriedly: P. ἐπιτρέχειν περί (gen.).Taste of: P. and V. γεύεσθαι (gen.).Skim the cream of, pick out the best, met.: V. λωτίζεσθαι (acc.), ἀπολωτίζειν (acc.), ἀκροθινιάζεσθαι (acc.)They skim off the part of the milk which rises to the top and consider it more valuable ( than the rest): P. τὸ μὲν αὐτοῦ (τοῦ γάλακτος) ἐπιστάμενον ἀπαρύσαντες ἡγεῦνται εἶναι τιμιώτερον (Hdt. 4, 2).Skim through the air: Ar. διατρέχειν τὸν ἀέρα Av. 1409).——————subs.Use P. τὸ ἐφιστάμενον (Hdt.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Skim
-
18 Wheel
subs.P. and V. τροχός, ὁ. V. κύκλωμα, τό (Eur., Phoen. 1185).Be broken on the wheel, v.: P. ἐπὶ τοῦ τροχοῦ στρεβλοῦσθαι.I saw the death of Hector dragged at the wheel: V. σφαγὰς μὲν Ἕκτορος τροχηλάτους κατεῖδον (Eur., And. 399).Potter's wheel: Ar. and P. τροχός, ὁ.Military term, sudden change of direction: P. ἐπιστροφή, ἡ.——————v. trans.P. and V. στρέφειν, ἐπιστρέφειν.Spin: Ar. and V. κυκλεῖν, στροβεῖν, V. ἑλίσσειν, εἱλίσσειν ( once Ar.), δινεῖν (also Plat. in pass. but rare P.).V. intrans.Change direction (of fleets, armies, etc.): P. and V. ὑποστρέφειν, Ar. and P. ἀναστρέφειν (or pass.), ἐπαναστρέφειν (or pass.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wheel
См. также в других словарях:
μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… … Dictionary of Greek
Μεν ντε Μπιράν, Φρανσουά Πιερ — (Francois Pierre Maine de Biran, Μπερζεράκ, 1766 – Γκρατλού, Παρίσι 1824). Γάλλος φιλόσοφος. Είχε σπουδάσει ιατρική και βρισκόταν στις Βερσαλλίες, στην υπήρεσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ κατά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Τα γεγονότα που είδε… … Dictionary of Greek
Μεν, Ζαν ντε- — (Jean de Meun, περ. 1240 – 1305). Γάλλος ποιητής. Συνέχισε το ποίημα Μυθιστόρημα του ρόδου, προσθέτοντας νέα επεισόδια (αλληγορικά πάντοτε) που εμφάνιζαν χαρακτηριστικά μιας εκλεπτυσμένης ιδιοσυγκρασίας. Οι στίχοι του διαπνέονται από άκρατο… … Dictionary of Greek
Παναιτίου, ζωγράφος του- — Ανώνυμος αγγειογράφος του αυστηρού ερυθρόμορφου ρυθμού, τα έργα του οποίου έχουν μεν την υπογραφή του περίφημου αγγειογράφου Ευφρόνιου (500 460 π.Χ.), αλλά η αγγειογραφία τους αποδίδεται σε αυτόν, θεωρείται βοηθός του Ευφρόνιου, που εκτός από την … Dictionary of Greek
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek
овъ — (овъ1200) мест. указат. 1.Тот; этот: Иже в животѣ дарове. ѡвы ѹбо су(т) ѿ тога [так!] часа и времене свершенье приемлюще. (αἱ μὲν) КР 1284, 290а; вражда и любы. ову неч(с)тну створивъ иждени далече. любѡвь пѡчтивъ. МПр XIV2, 45; Но възвратити ми… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek