-
1 тот
та, то (αντων.).1. εκείνος, -η -ο•тот ученик εκείνος ο μαθητής•
та женщина εκείνη η γυναίκα•
то яблоко εκείνο το μήλο•
ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•
с того дня από εκείνη τη μέρα•
с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•
тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•
на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.
|| (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•
собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.
|| αυτός, -ή, -ό•тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•
с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.
2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.
εκφρ.тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί. -
2 Purpose
subs.P. and V. γνώμη, ἡ, ἀξίωμα, τό, βούλευμα, τό, ἔννοια, ἡ, ἐπίνοια, ἡ, Ar. and P. διάνοια, ἡ, V. φρόνησις, ἡ.Deliberate choice of action: P. προαίρεσις, ἡ.Make it one's purpose to: P. προαιρεῖσθαι (infin.).Keep to your present purpose: V. σῶζε τὸν παρόντα νοῦν (Æsch., P.V. 392).For this very purpose: P. and V. ἐπʼ αὐτὸ τοῦτο, P. εἰς αὐτὸ τοῦτο, αὐτοῦ τούτου ἕνεκα.A sickle made for the purpose: P. δρέπανον ἐπὶ τοῦτο εἰργασθέν (Plat., Rep. 353A).On purpose, deliberately: P. and V. ἐκ προνοίας (Eur., H.F. 598), P. ἐκ παρασκευῆς, Ar. and P. ἐπίτηδες, ἐξεπίτηδες; see also Intentionally.Voluntarily: P. and V. ἑκουσίως, V. ἐξ ἑκουσίας.Done on purpose, voluntary (of things): P. and V. ἑκούσιος.To good purpose: P. and V. εἰς καιρόν, V. πρὸς καιρόν.Without purpose, at random: P. and V. εἰκῆ.Not without purpose: V. οὐκ ἀφροντίστως.——————v. trans. or absol.Be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Purpose
-
3 этот
эт||от1. мест, указат. αὐτός, τοῦτος:\этот человек αὐτός ὁ ἄνθρωπος· кто \этот человек? ποιος εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος;·2. в знач. сущ. э́то αὐτό, τοῦτο:это мое желание αὐτή εἶναι ἡ ἐπιθυμία μου· эта хорошо́ αὐτό εἶναι καλό· это я вижу αὐτό τό βλέπω· что это? τί εἶναι αὐτό;· все э́то ὅλ' αὐτά· я \этотого не говорил δέν είπα τίποτε τέτοιο· дайте мне вот \этотого δώστε μου αὐτό· ◊ вместе с \этотим, при \этотом μαζί μ' αὐτό· для \этотого γι ' αὐτό, γιά τοῦτο. -
4 Eruption
subs.Eruption of a volcano — This eruption is said to have occurred fifty years after the former one: P. λέγεται δὲ πεντηκοστῷ ἔτει ῥυῆναι τοῦτο μετὰ τὸ πρότερον ῥεῦμα (Thuc. 3, 116).In this very spring there was an eruption of lava from Etna: P. ἐρρύη περὶ αὐτὸ τὸ ἔαρ τοῦτο ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης (Thuc. 3, 116).Eruption of the skin: V. λειχήν, ὁ, P. ἕλκος, τό.Break out into eruptions: P. ἕλκεσιν ἐξανθεῖν ( Thuc 2, 49).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eruption
-
5 Expressly
adv.For this very purpose: P. and V. ἐπʼ αὐτὸ τοῦτο, P. αὐτοῦ τούτου ἕνεκα, εἰς αὐτὸ τοῦτο.Explicitly: P. and V. ἄντικρυς, P. διαρρήδην.By name: P. ὀνομαστί.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Expressly
-
6 Pitch
v. trans.See Throw.Pitch a camp: use encamp.Pitch one's tent: Ar. and P. σκηνᾶσθαι (absol.) (Andoc. 33).——————subs.Pitch of the voice: Ar. and P, τόνος, ὁ.met., come to such pitch: P. εἰς τοῦτο προήκειν.Highest pitch: use P. ἄκρον, τό.Come to such a pitch of folly: P. and V. εἰς τοῦτο (εἰς τοσοῦτο, εἰς τόδε) μωρίας ἀφικνεῖσθαι, προβαίνειν.They are come to such a pitch of ignorance P. εἰς τοσοῦτον ἀναισθησίας προσήκουσι (Dem. 1233).Tar: P. and V. πίσσα, ἡ (Æsch., frag.).Of pitch, adj.: V. πισσήρης.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pitch
-
7 Point
subs.Sharp end of anything: Ar. and V. ἀκμή, ἡ (Eur., Supp. 318).Point of a spear: P. and V. λογχή, ἡ (Plat., Lach. 183D).Point of an arrow: V. γλωχίς, ἡ.Goad: P. and V. κέντρον, τό.Sharp point of rock: V. στόνυξ, ὁ (Eur., Cycl.).Since the land about Cynossema has a conformation coming to a sharp point: P. τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ Κυνὸς σῆμα ὀξεῖαν καὶ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος (Thuc. 8, 104).Meaning: P. διάνοια, ἡ; see Meaning.Lead from the point: P. ἀπάγειν ἀπὸ τῆς ὑποθεσέως (Dem. 416), or simply P. and V. πλανᾶν.Miss the point: P. and V. πλανᾶσθαι.Beside the point: P. ἔξω τοῦ πράγματος (Dem. 1318), Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.To the point: P. πρὸς λόγον.There is no point in: P. οὐδὲν προὔργου ἐστί (with infin.).Question in discussion: P. and V. λόγος, ὁ.Disputed points: P. τὰ διαφέροντα, τὰ ἀμφίλογα.It is a disputed point: P. ἀμφισβητεῖται.The chief point: P. τὸ κεφάλαιον.A fresh point: P. and V. καινόν τι.I hear this is his chief point of defence: P. ἀκούω... τοῦτο μέγιστον ἀγώνισμα εἶναι (Lys. 137, 8).Highest point, zenith: P. and V. ἀκμή, ἡ.Be at its highest point, v.: P. also V. ἀκμάζειν.Make a point, score a point ( in an argument): P. and V. λέγειν τι.Herein you give us a point ( advantage) as in draughts: V. ἓν μεν τοδʼ ἡμῖν ὥσπερ ἐν πεσσοῖς δίδως κρεῖσσον (Eur., Supp. 409).Turning point in a race-course: P. and V. καμπή, ἡ.To make known the country's weak points: P. διδάσκειν ἃ πονηρῶς ἔχει τῶν πραγμάτων (Lys. 143, 7).Strong points: P. τὰ ἰσχυρότατα (Thuc. 5, 111).Weak points: P. τὰ σαθρά (Dem. 52).The weak point in the walls: V. τὸ νόσουν τειχέων (Eur., Phoen. 1097).Point of view: P. and V. γνώμη, ἡ, δόξα, ἡ.Point of conscience: P. and V. ἐνθύμιον, τό.At this point: P. and V. ἐνθάδε.From that point: P. and V. ἐντεῦθεν, ἐνθένδε.Up to this point: P. μέχρι τούτου.I wish to return to the point from which I digressed into these subjects: P. ἐπανελθεῖν ὁπόθεν εἰς ταῦτα ἐξέβην βούλομαι (Dem. 298).I return to the point: P. ἐκεῖσε ἐπανέρχομαι (Dem. 246).In one point perplexity has assailed me: V. ἔστιν γὰρ ᾗ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι (Eur., Hec. 857).Be on the point of be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).Whom I am on the point of seeing killed: V. ὃν... ἐπʼ ἀκμῆς εἰμὶ κατθανεῖν ἰδεῖν (Eur., Hel. 896). Make a point of, see to it that: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (fut. indic. or aor. subj.).——————v. trans.Sharpen at the end: V. ἐξαποξύνειν (Eur., Cycl.).Direct: P. and V. τείνειν.Point out or point to: P. and V. δεικνύναι, ἐπιδεικνύναι, ἀποδεικνύναι, V. ἐκδεικνύναι. Ar. and P. φράζειν; see Show.Make known: P. and V. διδάσκειν.It is impossible that the oracle points to this, but to something else more important: Ar. οὐκ ἔσθʼ ὅπως ὁ χρησμὸς εἰς τοῦτο ῥέπει ἀλλʼ εἰς ἕτερόν τι μεῖζον (Pl. 51).The cruel violence to his eyes was the work of heaven to point the moral to Greece: V. αἱ θʼ αἱματουργοὶ δεργμάτων διαφθοραί θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Ἑλλάδι (Eur., Phoen. 870).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Point
-
8 а
а Iсоюз1. (при противопоставлении) καί:я остаюсь в Ленингра́де, а вы в Москве; ἐγώ μένω στό Λένινγκραντ, κι ἐσείς στήν Μόσχα;2. (после отрицания) ἀλλα:я приеду вас навестить не сегодня, а за́втра θά ἔρθω νά σᾶς ἰδῶ ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο;3. (после предложений с уступительным смыслом) ὅμως, καί ὅμως, ὡστόσο:прошло́ десять лет с тех пор, а я все по́мню, как бу́дто э́то было вчера́ πέρασαν ἀπό τότε δέκα χρόνια, ὅμως ἐγώ ὅλα τά θυμάμαι σάν νά ήταν (ἐ)χθές; хотя́ я уже́ закончил работу, а все же хочу́ посмотреть ее еще раз ἄν καί τελείωσα τήν ἐργασία, ὡστόσο θέλω νά τήν κυττάζω ἀκόμη μιά φορά;4. (при присоединении) καί:он написал письмо́, а затем ушел ἐγραψε τό γράμμα καί ἔπειτα ἔφυγε5. (при пояснении с оттенком следствия) καί γι ' αὐτό, γιά τοῦτο:он еще слаб после боле́зни, а потому́ не выходит из дому εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος ἀπό τήν ἀρρώστια καί γι ' αὐτό δέν βγαίνει ἀπό τό σπίτι του; ◊ а то, а не τό ἀλλιῶς, ειδεμή, γιατί; поспеши, а то опоздаешь κάνε γρήγορα, γιατί θ'ἀργήσης; а и́менно δηλαδή, ἤτοι.а IIчастица разг ἔ, τί λές:пойдем гуля́ть, а? πᾶμε νά περπατήσουμε, ἔ;; мальчик, а мальчик, подойди сюда μικρέ, ἔ, μικρέ! ἐλα ἐδῶ.а IIIмежд (выраж. неожиданность, радость, боль, страх и т. п.) ἆ, ὦ:а, наконе́ц-то ты пришел! ἆ, ήρθες ἐπί τέλους! -
9 вот
вотчастица1. (указательная) νά, ἰδού:\вот где я живу́ νά ποῦ κατοικώ, νά ποῦ μένω· \вот как было Дело νά πῶς ἔχει ἡ ὑπόθεση· \вот это, вот эта αὐτό, αὐτη·2. (в заключение) νά, ιδού:\вот и все αὐτό ήτανε ὀλο· \вот и готово Ετοιμο·3. (в восклицании) καί, νά:\вот так неожиданность! ἄλλο ἀναπάντεχο καί τοϋτο!· \вот как! ὡστε ἔτσι λοιπόν!· \вот и отлично! περίφημα!· \вот и мы! νἄμαστε καί μεῖς!·4. (при логическом ударении):\вот вас-то мне и надо ἐσάς ἀκριβῶς ζητούσα! \вот этого я вам не обещаю αὐτό δέν σας τό ὑπόσχομαι· ◊ \вот так! (одобрение) ἐτσι μπράβο!· \вот еще! (несогласие) νάτα μας! -
10 милость
ми́лост||ьж1. (великодушие) ἡ ἐδνοια, ἡ εὐμένεια / ἡ χάρις (пощада)/ ἡ καλω-σύνη (одолжение):оказывать \милость кому́-либо κά(μ)νω χάρη σέ κάποιον из \милостьи ἀπό οίκτο· сделай \милость, помолчи κάνε μου τήν χάρη νά σωπάσεις·2. (расположение) разг ἡ συμπάθεια:попа́сть в \милость к кому-либо ἀποκτώ τήν συμπάθεια κάποιου· ◊ сда́ться на \милость победителя παραδίδομαι είς τό ἐλεος τοῦ νικητή· \милостьи просим καλώς ήλθατε, καλώς ὁρίσατε· по чьей-л, \милостьи ἐξ αίτίας κάποιου· скажите на \милость1 разг ἄλλο πάλι τοῦτο! -
11 мудреный
мудрен||ыйприл1. (сложный, замысловатый) πολύπλοκος, μπερδεμένος, περίπλοκος/ δύσκολος (трудный):это \мудреныйое дело τοῦτο εἶναι μπερδεμένη ὑπόθεση· \мудреный узор τό πολυσύνθετο κέντημα·2. (непонятный, странный) σύνθετος, μπερδεμένος, ἰδιότροπος / ἀλλόκοτος, παράξενος (о человеке)· ◊ утро вечера мудренее поел. ἡ νύχτα εἶναι καλός σύμβουλος. -
12 новость
новост||ьж1. τό νέον, τό καινούργιο, ὁ νεωτερισμός:\новостьи науки τά νέα τῆς ἐπιστήμης· это не \новость, что... δέν εἶναι τίποτε τό καινούργιο·2. (известие) ἡ είδησις, τά νέα, τό μαντάτο:какие \новостьи? τί νέα;, τι μαντάτα;, τί νεώτερα;· приятные \новостьи τά καλά μαντάτα, τά εὐχάριστα νέα· плохие \новостьи τά δυσάρεστα νέα· ◊ вот еще \новостьи! разг ἀλλο πάλι τοῦτο! -
13 правда
правд||аж1. ἡ ἀλήθεια:су́щая \правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· говорить кому́-л. \правдау в глаза́ λέω τήν ἀλήθεια κατάμουτρα· в этом нет ни доли \правдаы σ' αὐτό δέν ὑπάρχει οὔτε Ιχνος ἀληθείας·2. предик безл εἶναι ἀλήθεια:это \правда εἶναι ἀλήθεια, τοῦτο είνε ἀληθές· это совершенная \правда αὐτό εἶναι ἀληθέστατο· \правда, что он уезжает? εἶναι ἀλήθεια δτι φεύγει;·3. вводн. сл. εἶναι ἀλήθεια.., ἡ ἀλήθεια εἶναι...· ◊ твоя \правда· ἔχεις δίκιο· по \правдае говоря γιά νά πούμε τήν ἀλήθεια· всеми \правдаами и неправдами χρησιμοποιώντας θεμιτά κι ἀθέμιτα μέσα -
14 нарочно
(προφ. -ошно)επίρ.1. σκόπιμα, εσκεμμένα, από σκοπού, επιταυτού, επί τούτου.2. αστεία, στ αστεία, χάρη αστειότητας.εκφρ.как (будто, словно, точно) нарочно – σκόπιμα, επίτηδες, επι τούτο (πεισματικά, για κακό). -
15 сё
сего αντωνυμία δε ικτική • αυτό, τούτο. -
16 этот
этого α., эта, этой θ., это, этогоб ουδ. αντων. δεικτική•αυτός, -ή, -ό, (ε)τούτος, -η, -ο, ούτος, αύτη, τούτο•этот человек αυτός ο άνθρωπος•
эта женщина αυτή η γυναίκα•
это платье αυτό το φόρεμα•
эти книги αυτά τα βιβλία•
при этом κοντά σ αυτό, μαζί μ αυτό, επί πλέον•
с этим μ αυτό•
в этом σ αυτό•
без этого χωρίς αυτό•
после этого ύστερ απ αυτό•
об этом γι αυτό,περί αυτού•
на этом σ αυτό, εδώ•
я на это не согласен εδώ δε συμφωνώ•
он наказан за это αυτός τιμωρήθηκε γι αυτό•
меня к этому принудили με εξανάγκασαν γι αυτό•
это этот моя мечта αυτό είναι το όνειρο μου•
это мне не нравится αυτό δε μου αρέσει•
об эту пору αυτήν την ώρα•
я приду завтра об эту пору θα έρθω αύριο, την ίδια ώρα.
-
17 Abyss
subs.You have come to such an abyss of folly: P. εἰς τοῦτο ἀφῖχθε μωρίας.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Abyss
-
18 Affirm
v. trans.Assert: P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι.Opposed to deny: P. and V. φάναι,P. καταφάναι.I know not how to affirm or deny this, my child: V. οὐκ οἶδʼ ὅπως φῶ τοῦτο καὶ μὴ φῶ, τέκνον (Eur., I.A. 643).Affirm in opposition: P. and V. ἀντιλέγειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Affirm
-
19 Authority
subs.Permission: P. and V. ἐξουσία, ἡ.Concretely, witness: P. and V. μάρτυς, ὁ or ἡQuote as authority, v.: P. παρατίθεσθαι (acc.).An authority on: P. and V. ἐπιστήμων, ὁ or ἡ (gen.), ἔμπειρος, ὁ or ἡ (gen.).Without authority, adj.: P. ἄκυρος.Without your authority: P. μὴ σημήναντός σου (Plat., Phaedo 62C).On one's own authority: P. ἀφʼ ἑαυτοῦ γνώμης.They accused the generals of making terms without their authority: P. τοὺς στρατηγούς ἐπῃτιάσαντο ὅτι ἄνευ αὑτῶν συνέβησαν (Thuc. 2, 70).The authorities, those in authority: P. and V. οἱ ἐν τέλει, τὰ κύρια, P. τὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι, V. οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, Ar. and P. αἱ ἀρχαίThis period ( of history) was omitted by all authorities before me: τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον (Thuc. 1, 97).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Authority
-
20 Conscience
subs.V. σύνεσις, ἡ (Eur., Or. 396), P. τὸ συνειδέναι.Something that weighs on one's conscience: P. and V. ἐνθύμιον, τό.Satisfying their consciences with this at least, that they had not voted anything harmful to the city: P. τοῦτο γοῦν σφίσιν αὐτοῖς συνειδότες ὅτι οὐδὲν κακὸν τῇ πόλει ἐψηφίσαντο (Lys. 127).His determination never reached to this point, but shrank back, for a guilty conscience kept it in thrall: P. οὔκουν προσῄει πρὸς ταῦθʼ ἡ διάνοια ἀλλʼ ἀνεδύετο· ἐπελαμβάνετο γὰρ αὐτῆς τὸ συνειδέναι (Dem. 406).Keep a clear conscicnce, v.: use P. and V. εὐσεβεῖν.A clear conscience, subs.: use P. and V. εὐσέβεια, ἡ, τὸ εὐσεβές.With a clear conscience: use adv., P. and V. εὐσεβῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conscience
См. также в других словарях:
Τοῦτο δῂ τό τοῦ λόγου χανεῖν μοι τήν γήν εὐχόμην. — τοῦτο δῂ τό τοῦ λόγου χανεῖν μοι τήν γήν εὐχόμην. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοῦτο — οὗτος this neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. — καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. См. Все можно, только осторожно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅπερ ἡμεῖς εἴχομεν μυστήριον, τοῦτο ἡ γειτονία ᾤδην. — ὅπερ ἡμεῖς εἴχομεν μυστήριον, τοῦτο ἡ γειτονία ᾤδην. См. Скажешь с уха на ухо, узнают с угла на угол … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ φάγεσθαι μέλλεις τὶ τοῦτο, παρατρώγεις. — См. Не плюй в колодезь, приведется воды напиться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
’Ιδρώς τε μοι πεφιεχεῖτο υπ’ αἰδοῦς καὶ τοῦτο δὴ τὸ τοῦ λόγου χαινεῖν μοι τὴν γῆν, εὐχόμην ὀρῶτ… — См. Провалиться сквозь землю … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὃ φρονεῖ τις ὕστερον, πόσον ἂν ᾖν, εἰ πρότερον τοῦτο ἐφρόνει. — См. Русский человек задним умом крепок … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοῦθ' — τοῦτο , οὗτος this neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῦτ' — τοῦτο , οὗτος this neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek