Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τοῦτο+δέ

  • 1 тот

    та, то (αντων.).
    1. εκείνος, -η -ο•

    тот ученик εκείνος ο μαθητής•

    та женщина εκείνη η γυναίκα•

    то яблоко εκείνο το μήλο•

    ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•

    с того дня από εκείνη τη μέρα•

    с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•

    тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•

    на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.

    || (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•

    я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•

    собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.

    || αυτός, -ή, -ό•

    тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•

    с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.

    2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•

    тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.

    εκφρ.
    тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•
    до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•
    тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•
    не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•
    не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•
    то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•
    ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•
    ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•
    ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•
    тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > тот

  • 2 Purpose

    subs.
    P. and V. γνώμη, ἡ, ἀξίωμα, τό, βούλευμα, τό, ἔννοια, ἡ, ἐπνοια, ἡ, Ar. and P. δινοια, ἡ, V. φρόνησις, ἡ.
    Deliberate choice of action: P. προαίρεσις, ἡ.
    Make it one's purpose to: P. προαιρεῖσθαι (infin.).
    Keep to your present purpose: V. σῶζε τὸν παρόντα νοῦν (Æsch., P.V. 392).
    For this very purpose: P. and V. ἐπʼ αὐτὸ τοῦτο, P. εἰς αὐτὸ τοῦτο, αὐτοῦ τούτου ἕνεκα.
    A sickle made for the purpose: P. δρέπανον ἐπὶ τοῦτο εἰργασθέν (Plat., Rep. 353A).
    For what purpose? P. τοῦ ἕνεκα; P. and V. ἐπ τῷ; see Why.
    On purpose, deliberately: P. and V. ἐκ προνοίας (Eur., H.F. 598), P. ἐκ παρασκευῆς, Ar. and P. ἐπτηδες, ἐξεπτηδες; see also Intentionally.
    Voluntarily: P. and V. ἑκουσίως, V. ἐξ ἑκουσίας.
    Done on purpose, voluntary (of things): P. and V. ἑκούσιος.
    To good purpose: P. and V. εἰς καιρόν, V. πρὸς καιρόν.
    To no purpose: see in vain, under Vain.
    Without purpose, at random: P. and V. εἰκῆ.
    Vainly: P. and V. μτην, V. ματαίως.
    Not without purpose: V. οὐκ ἀφροντίστως.
    ——————
    v. trans. or absol.
    With infin., P. and V. βουλεύειν, ἐννοεῖν, νοεῖν, Ar. and P. διανοεῖσθαι, ἐπινοεῖν.
    Be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Purpose

  • 3 этот

    эт||от
    1. мест, указат. αὐτός, τοῦτος:
    \этот человек αὐτός ὁ ἄνθρωπος· кто \этот человек? ποιος εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος;·
    2. в знач. сущ. э́то αὐτό, τοῦτο:
    это мое желание αὐτή εἶναι ἡ ἐπιθυμία μου· эта хорошо́ αὐτό εἶναι καλό· это я вижу αὐτό τό βλέπω· что это? τί εἶναι αὐτό;· все э́то ὅλ' αὐτά· я \этотого не говорил δέν είπα τίποτε τέτοιο· дайте мне вот \этотого δώστε μου αὐτό· ◊ вместе с \этотим, при \этотом μαζί μ' αὐτό· для \этотого γι ' αὐτό, γιά τοῦτο.

    Русско-новогреческий словарь > этот

  • 4 Eruption

    subs.
    Eruption of a volcano — This eruption is said to have occurred fifty years after the former one: P. λέγεται δὲ πεντηκοστῷ ἔτει ῥυῆναι τοῦτο μετὰ τὸ πρότερον ῥεῦμα (Thuc. 3, 116).
    In this very spring there was an eruption of lava from Etna: P. ἐρρύη περὶ αὐτὸ τὸ ἔαρ τοῦτο ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης (Thuc. 3, 116).
    Eruption of the skin: V. λειχήν, ὁ, P. ἕλκος, τό.
    Break out into eruptions: P. ἕλκεσιν ἐξανθεῖν ( Thuc 2, 49).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eruption

  • 5 Expressly

    adv.
    For this very purpose: P. and V. ἐπʼ αὐτὸ τοῦτο, P. αὐτοῦ τούτου ἕνεκα, εἰς αὐτὸ τοῦτο.
    On purpose: P. and V. ἐκ προνοίας, Ar. and P. ἐπτηδες, P. ἐκ παρασκευῆς; see under Purpose.
    Explicitly: P. and V. ἄντικρυς, P. διαρρήδην.
    By name: P. ὀνομαστί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Expressly

  • 6 Pitch

    v. trans.
    See Throw.
    V. intrans. P. and V. πίπτειν; see Fill.
    Pitch a camp: use encamp.
    Pitch ( a tent): P. πηγνύναι.
    Pitch one's tent: Ar. and P. σκηνᾶσθαι (absol.) (Andoc. 33).
    ——————
    subs.
    Pitch of the voice: Ar. and P, τόνος, ὁ.
    met., come to such pitch: P. εἰς τοῦτο προήκειν.
    Highest pitch: use P. ἄκρον, τό.
    Come to such a pitch of folly: P. and V. εἰς τοῦτο (εἰς τοσοῦτο, εἰς τόδε) μωρίας φικνεῖσθαι, προβαίνειν.
    They are come to such a pitch of ignorance P. εἰς τοσοῦτον ἀναισθησίας προσήκουσι (Dem. 1233).
    Tar: P. and V. πίσσα, ἡ (Æsch., frag.).
    Of pitch, adj.: V. πισσήρης.
    Cover with pitch, v. trans.: Ar. and P. καταπισσοῦν (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pitch

  • 7 Point

    subs.
    Sharp end of anything: Ar. and V. ἀκμή, ἡ (Eur., Supp. 318).
    Point of a spear: P. and V. λογχή, ἡ (Plat., Lach. 183D).
    Point of an arrow: V. γλωχς, ἡ.
    Goad: P. and V. κέντρον, τό.
    Sharp point of rock: V. στόνυξ, ὁ (Eur., Cycl.).
    Since the land about Cynossema has a conformation coming to a sharp point: P. τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ Κυνὸς σῆμα ὀξεῖαν καὶ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος (Thuc. 8, 104).
    Cape: P. and V. ἄκρα, ἡ, P. ἀκρωτήριον, τό, V. ἀκτή, ἡ, προβλής, ὁ, Ar. and V. ἄκρον, τό, πρών, ὁ.
    Meaning: P. διάνοια, ἡ; see Meaning.
    Lead from the point: P. ἀπάγειν ἀπὸ τῆς ὑποθεσέως (Dem. 416), or simply P. and V. πλανᾶν.
    Miss the point: P. and V. πλανᾶσθαι.
    Beside the point: P. ἔξω τοῦ πράγματος (Dem. 1318), Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.
    To the point: P. πρὸς λόγον.
    There is no point in: P. οὐδὲν προὔργου ἐστί (with infin.).
    A case in point: P. and V. παρδειγμα, τό.
    Question in discussion: P. and V. λόγος, ὁ.
    Disputed points: P. τὰ διαφέροντα, τὰ ἀμφίλογα.
    It is a disputed point: P. ἀμφισβητεῖται.
    The chief point: P. τὸ κεφάλαιον.
    A fresh point: P. and V. καινόν τι.
    I hear this is his chief point of defence: P. ἀκούω... τοῦτο μέγιστον ἀγώνισμα εἶναι (Lys. 137, 8).
    Highest point, zenith: P. and V. ἀκμή, ἡ.
    Be at its highest point, v.: P. also V. ἀκμάζειν.
    Carry one's point: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν τῇ γνώμῃ.
    Make a point, score a point ( in an argument): P. and V. λέγειν τι.
    Herein you give us a point ( advantage) as in draughts: V. ἓν μεν τοδʼ ἡμῖν ὥσπερ ἐν πεσσοῖς δίδως κρεῖσσον (Eur., Supp. 409).
    Turning point in a race-course: P. and V. καμπή, ἡ.
    met., crisis: P. and V. ἀκμή, ἡ, γών, ὁ, ῥοπή, ἡ; see Crisis.
    To make known the country's weak points: P. διδάσκειν ἃ πονηρῶς ἔχει τῶν πραγμάτων (Lys. 143, 7).
    Strong points: P. τὰ ἰσχυρότατα (Thuc. 5, 111).
    Weak points: P. τὰ σαθρά (Dem. 52).
    The weak point in the walls: V. τὸ νόσουν τειχέων (Eur., Phoen. 1097).
    Point of view: P. and V. γνώμη, ἡ, δόξα, ἡ.
    Point of conscience: P. and V. ἐνθμιον, τό.
    At this point: P. and V. ἐνθδε.
    From that point: P. and V. ἐντεῦθεν, ἐνθένδε.
    Up to this point: P. μέχρι τούτου.
    I wish to return to the point from which I digressed into these subjects: P. ἐπανελθεῖν ὁπόθεν εἰς ταῦτα ἐξέβην βούλομαι (Dem. 298).
    I return to the point: P. ἐκεῖσε ἐπανέρχομαι (Dem. 246).
    In one point perplexity has assailed me: V. ἔστιν γὰρ ᾗ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι (Eur., Hec. 857).
    Be on the point of be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).
    Whom I am on the point of seeing killed: V. ὃν... ἐπʼ ἀκμῆς εἰμὶ κατθανεῖν ἰδεῖν (Eur., Hel. 896). Make a point of, see to it that: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (fut. indic. or aor. subj.).
    ——————
    v. trans.
    Sharpen: Ar. and P. κονᾶν (Xen.), Ar. and V. θήγειν.
    Sharpen at the end: V. ἐξαποξνειν (Eur., Cycl.).
    Direct: P. and V. τείνειν.
    Point out or point to: P. and V. δεικνύναι, ἐπιδεικνναι, ποδεικνύναι, V. ἐκδεικνύναι. Ar. and P. φράζειν; see Show.
    Make known: P. and V. διδάσκειν.
    V. intrans. Be directed, tend: P. and V. τείνειν, φέρειν, νεύειν; see Tend.
    It is impossible that the oracle points to this, but to something else more important: Ar. οὐκ ἔσθʼ ὅπως ὁ χρησμὸς εἰς τοῦτο ῥέπει ἀλλʼ εἰς ἕτερόν τι μεῖζον (Pl. 51).
    The cruel violence to his eyes was the work of heaven to point the moral to Greece: V. αἱ θʼ αἱματουργοὶ δεργμάτων διαφθοραί θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Ἑλλάδι (Eur., Phoen. 870).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Point

  • 8 а

    а I
    союз
    1. (при противопоставлении) καί:
    я остаюсь в Ленингра́де, а вы в Москве; ἐγώ μένω στό Λένινγκραντ, κι ἐσείς στήν Μόσχα;
    2. (после отрицания) ἀλλα:
    я приеду вас навестить не сегодня, а за́втра θά ἔρθω νά σᾶς ἰδῶ ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο;
    3. (после предложений с уступительным смыслом) ὅμως, καί ὅμως, ὡστόσο:
    прошло́ десять лет с тех пор, а я все по́мню, как бу́дто э́то было вчера́ πέρασαν ἀπό τότε δέκα χρόνια, ὅμως ἐγώ ὅλα τά θυμάμαι σάν νά ήταν (ἐ)χθές; хотя́ я уже́ закончил работу, а все же хочу́ посмотреть ее еще раз ἄν καί τελείωσα τήν ἐργασία, ὡστόσο θέλω νά τήν κυττάζω ἀκόμη μιά φορά;
    4. (при присоединении) καί:
    он написал письмо́, а затем ушел ἐγραψε τό γράμμα καί ἔπειτα ἔφυγε
    5. (при пояснении с оттенком следствия) καί γι ' αὐτό, γιά τοῦτο:
    он еще слаб после боле́зни, а потому́ не выходит из дому εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος ἀπό τήν ἀρρώστια καί γι ' αὐτό δέν βγαίνει ἀπό τό σπίτι του; ◊ а то, а не τό ἀλλιῶς, ειδεμή, γιατί; поспеши, а то опоздаешь κάνε γρήγορα, γιατί θ'ἀργήσης; а и́менно δηλαδή, ἤτοι.
    а II
    частица разг ἔ, τί λές:
    пойдем гуля́ть, а? πᾶμε νά περπατήσουμε, ἔ;; мальчик, а мальчик, подойди сюда μικρέ, ἔ, μικρέ! ἐλα ἐδῶ.
    а III
    межд (выраж. неожиданность, радость, боль, страх и т. п.) ἆ, ὦ:
    а, наконе́ц-то ты пришел! ἆ, ήρθες ἐπί τέλους!

    Русско-новогреческий словарь > а

  • 9 вот

    вот
    частица
    1. (указательная) νά, ἰδού:
    \вот где я живу́ νά ποῦ κατοικώ, νά ποῦ μένω· \вот как было Дело νά πῶς ἔχει ἡ ὑπόθεση· \вот это, вот эта αὐτό, αὐτη·
    2. (в заключение) νά, ιδού:
    \вот и все αὐτό ήτανε ὀλο· \вот и готово Ετοιμο·
    3. (в восклицании) καί, νά:
    \вот так неожиданность! ἄλλο ἀναπάντεχο καί τοϋτο!· \вот как! ὡστε ἔτσι λοιπόν!· \вот и отлично! περίφημα!· \вот и мы! νἄμαστε καί μεῖς!·
    4. (при логическом ударении):
    \вот вас-то мне и надо ἐσάς ἀκριβῶς ζητούσα! \вот этого я вам не обещаю αὐτό δέν σας τό ὑπόσχομαι· ◊ \вот так! (одобрение) ἐτσι μπράβο!· \вот еще! (несогласие) νάτα μας!

    Русско-новогреческий словарь > вот

  • 10 милость

    ми́лост||ь
    ж
    1. (великодушие) ἡ ἐδνοια, ἡ εὐμένεια / ἡ χάρις (пощада)/ ἡ καλω-σύνη (одолжение):
    оказывать \милость кому́-либо κά(μ)νω χάρη σέ κάποιον из \милостьи ἀπό οίκτο· сделай \милость, помолчи κάνε μου τήν χάρη νά σωπάσεις·
    2. (расположение) разг ἡ συμπάθεια:
    попа́сть в \милость к кому-либо ἀποκτώ τήν συμπάθεια κάποιου· ◊ сда́ться на \милость победителя παραδίδομαι είς τό ἐλεος τοῦ νικητή· \милостьи просим καλώς ήλθατε, καλώς ὁρίσατε· по чьей-л, \милостьи ἐξ αίτίας κάποιου· скажите на \милость1 разг ἄλλο πάλι τοῦτο!

    Русско-новогреческий словарь > милость

  • 11 мудреный

    мудрен||ый
    прил
    1. (сложный, замысловатый) πολύπλοκος, μπερδεμένος, περίπλοκος/ δύσκολος (трудный):
    это \мудреныйое дело τοῦτο εἶναι μπερδεμένη ὑπόθεση· \мудреный узор τό πολυσύνθετο κέντημα·
    2. (непонятный, странный) σύνθετος, μπερδεμένος, ἰδιότροπος / ἀλλόκοτος, παράξενος (о человеке)· ◊ утро вечера мудренее поел. ἡ νύχτα εἶναι καλός σύμβουλος.

    Русско-новогреческий словарь > мудреный

  • 12 новость

    новост||ь
    ж
    1. τό νέον, τό καινούργιο, ὁ νεωτερισμός:
    \новостьи науки τά νέα τῆς ἐπιστήμης· это не \новость, что... δέν εἶναι τίποτε τό καινούργιο·
    2. (известие) ἡ είδησις, τά νέα, τό μαντάτο:
    какие \новостьи? τί νέα;, τι μαντάτα;, τί νεώτερα;· приятные \новостьи τά καλά μαντάτα, τά εὐχάριστα νέα· плохие \новостьи τά δυσάρεστα νέα· ◊ вот еще \новостьи! разг ἀλλο πάλι τοῦτο!

    Русско-новогреческий словарь > новость

  • 13 правда

    правд||а
    ж
    1. ἡ ἀλήθεια:
    су́щая \правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· говорить кому́-л. \правдау в глаза́ λέω τήν ἀλήθεια κατάμουτρα· в этом нет ни доли \правдаы σ' αὐτό δέν ὑπάρχει οὔτε Ιχνος ἀληθείας·
    2. предик безл εἶναι ἀλήθεια:
    это \правда εἶναι ἀλήθεια, τοῦτο είνε ἀληθές· это совершенная \правда αὐτό εἶναι ἀληθέστατο· \правда, что он уезжает? εἶναι ἀλήθεια δτι φεύγει;·
    3. вводн. сл. εἶναι ἀλήθεια.., ἡ ἀλήθεια εἶναι...· ◊ твоя \правда· ἔχεις δίκιο· по \правдае говоря γιά νά πούμε τήν ἀλήθεια· всеми \правдаами и неправдами χρησιμοποιώντας θεμιτά κι ἀθέμιτα μέσα

    Русско-новогреческий словарь > правда

  • 14 нарочно

    (προφ. -ошно)
    επίρ.
    1. σκόπιμα, εσκεμμένα, από σκοπού, επιταυτού, επί τούτου.
    2. αστεία, στ αστεία, χάρη αστειότητας.
    εκφρ.
    как (будто, словно, точно) нарочно – σκόπιμα, επίτηδες, επι τούτο (πεισματικά, για κακό).

    Большой русско-греческий словарь > нарочно

  • 15 сё

    сего αντωνυμία δε ικτική • αυτό, τούτο.

    Большой русско-греческий словарь > сё

  • 16 этот

    этого α., эта, этой θ., это, этогоб ουδ. αντων. δεικτική•
    αυτός, -ή, -ό, (ε)τούτος, -η, -ο, ούτος, αύτη, τούτο•

    этот человек αυτός ο άνθρωπος•

    эта женщина αυτή η γυναίκα•

    это платье αυτό το φόρεμα•

    эти книги αυτά τα βιβλία•

    при этом κοντά σ αυτό, μαζί μ αυτό, επί πλέον•

    с этим μ αυτό•

    в этом σ αυτό•

    без этого χωρίς αυτό•

    после этого ύστερ απ αυτό•

    об этом γι αυτό,περί αυτού•

    на этом σ αυτό, εδώ•

    я на это не согласен εδώ δε συμφωνώ•

    он наказан за это αυτός τιμωρήθηκε γι αυτό•

    меня к этому принудили με εξανάγκασαν γι αυτό•

    это этот моя мечта αυτό είναι το όνειρο μου•

    это мне не нравится αυτό δε μου αρέσει•

    об эту пору αυτήν την ώρα•

    я приду завтра об эту пору θα έρθω αύριο, την ίδια ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > этот

  • 17 Abyss

    subs.
    P. and V. χάσμα, τό, V. βθος, τό, χρυβδις, ἡ, Ar. and V. βυθός, ὁ.
    met. of grief, trouble, etc.: use P. and V. πέλαγος, τό (Plat.), V. βθος, τό.
    You have come to such an abyss of folly: P. εἰς τοῦτο ἀφῖχθε μωρίας.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Abyss

  • 18 Affirm

    v. trans.
    Assert: P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι.
    Opposed to deny: P. and V. φναι,P. καταφάναι.
    I know not how to affirm or deny this, my child: V. οὐκ οἶδʼ ὅπως φῶ τοῦτο καὶ μὴ φῶ, τέκνον (Eur., I.A. 643).
    Affirm in opposition: P. and V. ἀντιλέγειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Affirm

  • 19 Authority

    subs.
    Power: P. and V. ἀρχή, ἡ, ἐξουσια, ἡ, δναμις, ἡ, κῦρος, τό, κρτος, τό, δυναστεία, ἡ.
    Influence: P. and V. δναμις, ἡ.
    Permission: P. and V. ἐξουσία, ἡ.
    Testimony: Ar. and P. μαρτυρία, ἡ, V. μαρτριον, τό or Pl.
    Concretely, witness: P. and V. μάρτυς, ὁ or ἡ
    Quote as authority, v.: P. παρατίθεσθαι (acc.).
    An authority on: P. and V. ἐπιστήμων, ὁ or ἡ (gen.), ἔμπειρος, ὁ or ἡ (gen.).
    Having authority, adj.: P. and V. κριος.
    Having full authority, adj.: Ar. and P. αὐτοκρτωρ.
    Without authority, adj.: P. ἄκυρος.
    Without your authority: P. μὴ σημήναντός σου (Plat., Phaedo 62C).
    On one's own authority: P. ἀφʼ ἑαυτοῦ γνώμης.
    They accused the generals of making terms without their authority: P. τοὺς στρατηγούς ἐπῃτιάσαντο ὅτι ἄνευ αὑτῶν συνέβησαν (Thuc. 2, 70).
    The authorities, those in authority: P. and V. οἱ ἐν τέλει, τὰ κρια, P. τὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι, V. οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, Ar. and P. αἱ ἀρχαί
    This period ( of history) was omitted by all authorities before me: τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον (Thuc. 1, 97).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Authority

  • 20 Conscience

    subs.
    V. σνεσις, ἡ (Eur., Or. 396), P. τὸ συνειδέναι.
    To have guilt on one's conscience: P. and V. συνειδέναι ἑαυτῷ δικῶν or δικοῦντι.
    Something that weighs on one's conscience: P. and V. ἐνθμιον, τό.
    Satisfying their consciences with this at least, that they had not voted anything harmful to the city: P. τοῦτο γοῦν σφίσιν αὐτοῖς συνειδότες ὅτι οὐδὲν κακὸν τῇ πόλει ἐψηφίσαντο (Lys. 127).
    His determination never reached to this point, but shrank back, for a guilty conscience kept it in thrall: P. οὔκουν προσῄει πρὸς ταῦθʼ ἡ διάνοια ἀλλʼ ἀνεδύετο· ἐπελαμβάνετο γὰρ αὐτῆς τὸ συνειδέναι (Dem. 406).
    Keep a clear conscicnce, v.: use P. and V. εὐσεβεῖν.
    A clear conscience, subs.: use P. and V. εὐσέβεια, ἡ, τὸ εὐσεβές.
    With a clear conscience: use adv., P. and V. εὐσεβῶς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Conscience

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»