-
21 ἐκκυβεύω
A play at dice: metaph., ἐ. τοῖς ὅλοις, ὑπὲρ τῶν ὅλων, to stake one's all, Phylarch.58 J., Plb.1.87.8, cf.3.94.4: c.acc.,τὴν ἄδηλον τύχην Onos.32.3
.II [voice] Pass., to be gambled out of, lose at play,χιλίους ἐκκυβευθεῖσα δαρεικούς Plu.Art.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκυβεύω
-
22 παραβολεύομαι
παραβολεύομαι (Sb 7562 [II A.D.];=the pass. use of παραβάλλω Thu. et al.) 1 aor. παρεβολευσάμην expose to danger, risk (IPontEux I2, 39, 26–28 [=IGR I/II, 856] ἀλλὰ καὶ [μέχρι] περάτων γῆς ἐμαρτυρήθη τοὺς ὑπὲρ φιλίας κινδύνους μέχρι Σεβαστῶν συμμαχίᾳ παραβολευσάμενος=‘but also to the ends of the earth witness was borne to him that in the interests of friendship he exposed himself to dangers by his aid in [legal] strife, [taking his clients’ cases] even up to the emperors’. Dssm., LO 69 [LAE 84]) τινί someth. (on the dat. s. Mlt. 64 and cp. παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις ‘risk everything’ Polyb. 2, 26, 3; 3, 94, 4) τῇ ψυχῇ one’s life (cp. Diod S 3, 36, 4 ταῖς ψυχαῖς παραβάλλεσθαι; SIG 762, 39 ψυχῇ καὶ σώματι παραβαλλόμενος) Phil 2:30.—DELG s.v. βάλλω. M-M.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > παραβολεύομαι
-
23 παρεκτείνω
A stretch out in line, deploy an army into line, Plb.11.12.4, etc.; of a fleet,π. ἐπὶ μίαν ναῦν Id.1.26.15
;ὅτι πλεῖστον π. τὰς ναῦς D.S.13.98
: generally, stretch out beside,τὸ σῶμά τινι Plu. Agis 20
; stretch out, εἰς λόγους ταῦτα π. Ps.-Luc.Philopatr.23:—[voice] Pass.,τῆς στρατοπεδείας παρὰ τὸν Ἀσωπὸν -τεταμένης Plu.Arist.11
.II intr., extend, of Place,ἐπὶ τὴν θάλασσαν LXX Ez.47.19
;τὸ δεξιὸν κέρας παρὰ τὸν Εὐφράτην -τεῖνον D.S. 14.22
;αἱ κῶμαι π. ἀπὸ Πισιδίας.. ἕως Αυκίας Str.13.4.17
; of Time, Thphr.CP1.13.9; τριταῖοι -τείνοντες, of semi-tertian fevers, Agathin. ap.Gal.7.367;- τεινόντων τῶν ἀγώνων Phld.Mus.p.109K.
2 of a man, extend his life, survive,μέχρι τινός D.H.Is.1
.3 in Logic, to be of wider extent, Arist.AP0.99a35.III in [voice] Pass., c. dat., extend beside or be coextensive with,π. χείλεσι ποταμοῦ D.S.3.10
;ὅλα ὅλοις -τείνεται Stoic.2.156
;- τείνεσθαι τῷ χρόνῳ Diog.Bab.Stoic.3.216
;ὕλης -τεινομένης τοῖς σώμασιν Jul.Or.4.134a
.2 metaph., measure oneself with,παρεκτείνεσθαί τινι Democr.238
;μὴ -τείνου πένης ὢν πλουσίῳ LXXPr.23.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεκτείνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος … Dictionary of Greek
παραπίπτω — ΝΜΑ πέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.) μσν. αρχ. αμαρτάνω αρχ. 1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.) 2. έρχομαι… … Dictionary of Greek