-
1 παραδιδωμι
1) передавать(τῷ παιδὴ τέν ἀρχήν Her.; τὰ πάτρια τεύχεα τῷ Λαερτίου Soph.; τέν πόλιν τοῖς ἐπιγιγνομένοις Isocr.)
οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Arst. — перешедшие по преданию мифы;παραδεδομένα καὴ μυθώδη Dem. — предания и сказания2) выдавать, сдавать(ὅπλα Xen.; τέν Σάμον τινί Her.; τι ἐπ΄ ἀργυρίῳ Plut.)
π. ἑωυτόν Her. — сдаваться3) отдавать, предавать(τινὴ τοὺς νέους διδάσκειν Plat.)
τύχῃ αὑτόν π. Thuc. — отдаваться на волю судьбы;παραδοῦναί τινα τοῖς ἕνδεκα Lys. — предать кого-л. суду Одиннадцати;π. ἡδοναῖς (sc. ἑαυτόν) — предаваться наслаждениям4) давать, доставлять(κῦδός τινι Pind.)
5) разрешать, допускать6) предоставлять, уступать(τέν νίκην τινί Her.)
7) наносить8) ( о плодах) доходить, поспевать(ὅταν παραδῶ - v. l. παραδοῖ - ὅ καρπός NT.)
См. также в других словарях:
παραδίδω — ΝΜΑ, και παραδίνω Ν, παραδίδωμι και ποιητ. τ. παρδίδωμι Α 1. δίνω στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω 2. δίνω κάτι στον δικαιούχο ή σε κάποιον άλλο (α. «παρέδωσα τις αποσκευές» β. «παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα καὶ παραδιδόναι», Ξεν.) 3. παρέχω,… … Dictionary of Greek