-
1 νεωστί
νεωστί, neuerlich, neuerdings; πάλαι δέδοκται ταῦτα κοὐ νεωστί μοι, Soph. El. 1038; τοὺς νεωστὶ δεσπότας, Eur. Hec. 617; τοῖς νεωστὶ νυμφίοις, Med. 366, öfter; Her. 2, 49. 6, 40; τοῦ νῦν νεωστὶ ἐπιδημοῦντος, jetzt eben, Plat. Prot. 318 b, öfter; wie nuper auch von einem längern Zeitraume, Gorg. 503 c Περικλέα τουτονὶ τὸν νεωστὶ τετελευτηκότα, vgl. Heindorf zur Stelle.
См. также в других словарях:
νυμφίος — ο (ΑΜ νυμφίος, Μ και νύμφιος) 1. αυτός που νυμφεύεται, ο γαμπρός («ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα», Πίνδ.) 2. στον πληθ. οι νυμφίοι οι νεόνυμφοι, το νιόπαντρο ζευγάρι («τοῑς νεωστὶ νυμφίοις», Ευρ.) 3. μτφ. ο Χριστός, για να δηλωθεί η συμβολική του… … Dictionary of Greek