-
1 διά-στασις
διά-στασις, ἡ, 1) das Auseinanderstehen, Spaltung; ὀρέων Her. 7, 129; die Entfernung, Plat. Tim. 36 b; τόπων, Pol. 1, 18, 4; Unterschied, Plat. Rep. II, 360 e; τῆς γῆς, Erdspalte, Arist.; übertr., αὐτῇ συμβέβηκε δ. πρὸς τὸν ἄνδρα, sie hatte sich von ihm getrennt, Plut. Sull. 35; vgl. Aem. 5. – 2) Zwiespalt, Zwietracht, τοῖς νέοις ἐς τοὺς πρεσβυτέρους Thuc. 6. 18; Plat. Legg. V, 744 d, καὶ στάσις, wie Arist. Polit. 4, 17. – Bei Theophr. = Ausartung der Pflanzen; bei Medic. = Verrenkung.
См. также в других словарях:
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek